Κώδικας Συμβολαιογράφων

 

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ


Παρατήρηση: Το κείμενο του Νόμου 2830/2000 παρατίθεται παρακάτω, όπως ισχύει, μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι Νόμοι: 2915/29.5.2001, 2993/26.3.2002, 3060/11.10.2002, 3090/24.12.2002, 3160/30.6.2003, 3258/29.7.2004, 3472/4.7.2006, 3659/7.5.2008, 3904/23.12.2010, 3919/2.3.2011, 4038/2.2.2012, 4111/23.1.2013, 4356/24.12.2015, 4446/22.12.2016, 4485/4.8.2017, 4509/22.12.2017, 4512/17.1.2018, 4745/6.11.2020, 4995/18.11.2022, 5023/17.2.2023.

 Αρ. Φύλλου 96
16 Μαρτίου 2000

 ΝΟΜΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ.2830

Κώδικας Συμβολαιογράφων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

   Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

Άρθρο πρώτο

 

  Κυρώνεται ως Κώδικας, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος και άρθρο 16 παρ. 15 του Ν. 2298/95, το ακόλουθο σχέδιο νόμου, το οποίο έχει συνταχθεί από νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συγκροτήθηκε με τις 75119/1995, 35442/1996, 176637/1998 και 165079/1999 αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης.

 

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 1

Καθήκοντα συμβολαιογράφων.

 

  1. Ο Συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα:

  α. Να συντάσσει και να φυλάσσει έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων όταν η σύνταξη των εγγράφων αυτών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο ή όταν οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν σε αυτά κύρος δημοσίου εγγράφου.

  β. Να εκδίδει απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων του εδαφίου α', καθώς και αντίγραφα των προσαρτημένων και αναφερομένων σε αυτά εγγράφων.

  γ. Να θεωρεί ιδιωτικά έγγραφα για την απόκτηση βέβαιης χρονολογίας.

Για τη θεώρηση αυτή συντάσσεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη.

  δ. Να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής που τίθεται ενώπιόν του σε

κάθε έγγραφο που σχετίζεται με τη συναπτόμενη πράξη.

  ε. Να ενεργεί κάθε άλλη πράξη που του αναθέτει ο νόμος. Επίσης δύναται να ενεργεί και κάθε άλλη πράξη σχετική με την άσκηση του έργου του.

  2. Ο συμβολαιογράφος μπορεί να μεταφράζει με ευθύνη του στην ελληνική γλώσσα έγγραφα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα τα οποία του προσκομίζονται και είναι χρήσιμα για την κατάρτιση μιας από τις αναφερόμενες πράξεις, θεωρώντας τα για την πραγματοποίηση της μετάφρασης και για την ακρίβειά τους.

       

Άρθρο 2

Έδρα συμβολαιογράφων.

 

  1. Στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου συνιστάται με προεδρικό διάταγμα μία τουλάχιστον θέση συμβολαιογράφου.

   2. Αν μεταβληθεί η έδρα του ειρηνοδικείου, δεν μεταβάλλεται αυτοδικαίως και η έδρα του Συμβολαιογράφου, αλλά η τυχόν υπάρχουσα θέση Συμβολαιογράφου παραμένει εφεξής στην έδρα του καταργούμενου ειρηνοδικείου. Από την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 110/2012 (Α`193) δεν θίγονται οι υφιστάμενες θέσεις των Συμβολαιογράφων στις έδρες ή στις περιφέρειες των συγχωνευομένων ειρηνοδικείων, η έδρα και η κατά τόπο αρμοδιότητα.

  3. Αν στην έδρα ειρηνοδικείου υπάρχουν δύο ή περισσότερες θέσεις συμβολαιογράφων, μπορεί να οριστεί άλλος δήμος ή κοινότητα της ίδιας

ειρηνοδικειακής περιφέρειας ως έδρα μιας ή περισσότερων από τις θέσεις

αυτές, μόνο αν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα των συναλλασσομένων.

  Η έδρα που ορίζεται με τον τρόπο αυτό μπορεί περαιτέρω να μεταφερθεί σε άλλο δήμο ή κοινότητα της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας ή στην έδρα του ειρηνοδικείου.

  4. Η μεταβολή έδρας συμβολαιογράφου σύμφωνα με την προηγούμενη

παράγραφο γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνωμοδότηση της ολομέλειας του οικείου πρωτοδικείου, που αποφαίνεται ύστερα από γνωμοδότηση του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Η μετακίνηση συμβολαιογράφου στη νέα έδρα, λόγω της μεταβολής της έδρας, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται έπειτα από γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και έπειτα από αίτηση των ενδιαφερόμενων συμβολαιογράφων.

        

Άρθρο 3

Αναπλήρωση

 

  1. Το συμβολαιογράφο που απουσιάζει ή κωλύεται να ασκεί τα καθήκοντά του αναπληρώνει άλλος συμβολαιογράφος της ίδιας έδρας, που ορίζεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, με υπόδειξη εκείνου ο οποίος αιτείται την αναπλήρωση ή χωρίς αυτήν.

  Ελλείψει άλλου συμβολαιογράφου στην έδρα του ειρηνοδικείου αναπληρωτής είναι άλλος συμβολαιογράφος της ίδιας ή άλλης ειρηνοδικειακής περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου, που ορίζεται κατά τα ανωτέρω και ελλείψει αυτών ο ειρηνοδίκης της έδρας.

  2. Ελλείψει συμβολαιογράφου, τα καθήκοντά του ασκούνται από πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ορίζονται με την ίδια διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή ο πρόεδρος του Συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως.

  3. Ο ειρηνοδίκης που ασκεί καθήκοντα συμβολαιογράφου έχει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του συμβολαιογράφου.

  4. Ο αναπληρωτής του συμβολαιογράφου μπορεί να λάβει μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων, οπότε, στην περίπτωση αυτή, αποδίδει το υπόλοιπο στον αναπληρούμενο.

  5. Σε περίπτωση προσωρινής παύσης του συμβολαιογράφου λόγω πειθαρχικής ποινής ορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, αναπληρωτής του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί προσωρινά μόνο για τις ακόλουθες πράξεις: α) την έκδοση αντιγράφων συμβολαίων και εγγράφων που βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί ή σε αρχείο άλλου συμβολαιογράφου που αυτός κατέχει, β) την ανάληψη από τον διαθέτη, με αίτησή του, μυστικής ή ιδιόγραφης διαθήκης, καθώς και τη δημοσίευση κάθε είδους διαθήκης που βρίσκεται στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυΘεί ή σε αρχείο που αυτός κατέχει, γ) την ανάληψη από τον δικαιούχο γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που βρίσκεται στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί ή σε αρχείο που αυτός κατέχει και δ) την ενέργεια των σχετικών πράξεων, στην περίπτωση που βάσει των ευρισκομένων στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί συμβολαίων απαιτείται η συνέχιση πλειστηριασμών, η σύνταξη πίνακα κατάταξης και πρόσκληση δανειστών, η έκδοση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, η διανομή πλειστηριάσματος, η έκδοση απογράφων και κάθε άλλη πράξη, η οποία εκ του νόμου ή από τα συμβόλαια που υπάρχουν στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί προκύπτει ότι μόνον ενώπιον του συμβολαιογράφου αυτού μπορεί να γίνει.

  Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τα δικαιώματα του συμβολαιογράφου ανήκουν εξ ολοκλήρου στον αναπληρωτή.

 

ΠΡΟΣΟΧΗ:Με την παρ.3 άρθρου 16 της από  4.12.2012 Π.Ν.Π.,ΦΕΚ Α 237/5.12.2012, ορίζεται ότι:

" 3. Στο ν. 2830/2000 προστίθεται μεταβατική διάταξη, η οποία διαλαμβάνει ως εξής:

 «Οι πλειστηριασμοί, που ήδη έχουν προσδιορισθεί προς διενέργεια σε υπό συγχώνευση Ειρηνοδικείου μεταφέρονται και διενεργούνται στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου στο οποίο συγχωνεύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ. 110/2012 (Α`193) και κατά την ήδη προσδιορισθείσα ημερομηνία».

  

Άρθρο 4

Αρμοδιότητα κατά τόπο.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του σε όλη την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία είναι διορισμένος, όπως κάθε φορά η περιφέρεια του ειρηνοδικείου ορίζεται, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων που διέπουν τη διενέργεια αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.

   2. Κατ' εξαίρεση των όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους οι συμβολαιογράφοι που είναι διορισμένοι στους δήμους που υπάγονται δικαστηριακά στις περιφέρειες των παρακάτω Ειρηνοδικείων: α) Αθηνών, β) Πειραιά, γ) Νίκαιας, δ) Καλλιθέας, ε) Νέας Ιωνίας, στ) Περιστερίου, ζ) Χαλανδρίου, η) Αμαρουσίου, θ) Σαλαμίνας, ι) Αχαρνών, ια) Κρωπίας, ιβ) Ελευσίνος, ιγ) Μεγάρων, ιδ) Μαραθώνος, ιε) Λαυρίου, πλην της νήσου Κέας, ιστ) Νέων Λιοσίων και ιζ) Αγίας Παρασκευής έχουν το δικαίωμα να ασκούν τα καθήκοντά τους και στις άλλες περιφέρειες των πιο πάνω ειρηνοδικείων, αλλά μόνο εφόσον καλούνται να υπογράψουν τις συμβολαιογραφικές πράξεις στην οικία, στο κατάστημα ή στο γραφείο ενός των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων τους ή στο χώρο νοσηλείας, αν νοσηλεύονται, ή κράτησης, αν κρατούνται, ή στο κατάστημα τράπεζας ή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή οργανισμού, όπως και όταν συμπράττουν με άλλο συμβολαιογράφο ή τους ανατίθεται η διενέργεια πλειστηριασμού.

    3. Ο συμβολαιογράφος έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να διατηρεί ένα μόνο γραφείο στην έδρα όπου είναι διορισμένος. Η παράβαση της υποχρεώσής του αυτής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

   

Άρθρο 5

Υποχρεώσεις του συμβολαιογράφου.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος οφείλει να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.

  2. Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνείδητα και αμερόληπτα. Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων οφείλει να εξηγεί στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που έχουν από τις πράξεις που καταρτίζονται και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών.

        

Άρθρο 6

Εγγυοδοσία - Δείγμα υπογραφής.

 

  1. Ο διοριζόμενος συμβολαιογράφος, πριν να αναλάβει τα καθήκοντά του, οφείλει να καταθέσει χρηματική εγγύηση στο Ταμείο Νομικών και στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις.

  2. Ο συμβολαιογράφος, μετά την ορκωμοσία του, οφείλει να δώσει στο γραμματέα του πρωτοδικείου και της εισαγγελίας, καθώς και στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο της περιφέρειάς του δείγμα της υπογραφής του.

 

Άρθρο 7

Κωλύματα.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος κωλύεται να συντάξει πράξεις στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  α) Όταν δικαιοπρακτεί ο ίδιος ή αντιπροσωπεύει αυτόν που δικαιοπρακτεί ή αυτός που δικαιοπρακτεί είναι σύζυγος ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και του τρίτου βαθμού ή θετό τέκνο του, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξης. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, τα αναφερόμενα κωλύματα ισχύουν ως προς τους εκπροσώπους τους ανεξαρτήτως αν δικαιοπρακτούν αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου.

  β) Όταν με την πράξη πραγματοποιείται άμεση παροχή προς τον ίδιο ή σε κάποια από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο α' περίπτωση

πρόσωπα.

  2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο κωλυόμενος συμβολαιογράφος αναπληρώνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 3.

        

  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

 

Άρθρο 8

Στοιχεία συμβολαιογραφικού εγγράφου.

 

  1. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει:

  α) Την ημέρα, το μήνα, το έτος και τον τόπο της υπογραφής του.

  β) Το ονοματεπώνυμο και την έδρα του συμβολαιογράφου.

  γ) Το ονοματεπώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, το επάγγελμα, τον τόπο, το έτος γέννησης και την κατοικία καθενός από τους δικαιοπρακτούντες, τους αντιπροσώπους, τους μάρτυρες και τους διερμηνείς που συμπράπουν. Επί εγγάμων γυναικών των οποίων ο γάμος τελέστηκε προ του Ν.1329/1983 τίθεται και το όνομα και το επώνυμο του

συζύγου.

  δ) Τα στοιχεία του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων.

  2. Η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων των νομικών προσώπων και των υπόλοιπων προσώπων, που συμπράττουν, αποδεικνύεται από έγγραφα που ορίζονται από το νόμο και σε περίπτωση έλλειψής τους βεβαιώνεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η ταυτότητα αποδεικνύεται με κάποιο από τα έγγραφα αυτά για τους οποίους δεν ισχύει κώλυμα συγγένειας. Σε περίπτωση μεταβολής ή έλλειψης στοιχείων ταυτότητας, εκτός από το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία αναγράφονται όπως δηλώνονται από τον δικαιοπρακτούντα.

  3. Στην περίπτωση δικαιοπρακτούντων με αντιπρόσωπο, τα στοιχεία της ταυτότητας της παραγράφου 2 αναγράφονται όπως έχουν στο πληρεξούσιο έγγραφο και μπορούν να συμπληρωθούν, πλην του ονοματεπωνύμου, με δήλωση του αντιπροσώπου. Η νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων, όπου αυτή απαιτείται, αποδεικνύεται από τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος.

  4. Τα έγγραφα νομιμοποίησης που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σε αυτό, αν δεν βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου.

  5. Στις δικαιοπραξίες των νομικών προσώπων αναγράφεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο η έδρα, η επωνυμία και το είδος τους, όπως προκύπτουν από τη συστατική ή τροποποιητική τους πράξη.

  6. Τα ονόματα των φυσικών προσώπων ή οι επωνυμίες νομικών προσώπων, τοπωνυμίες ή άλλα αναγκαία στοιχεία, που αναφέρονται σε ξένη γλώσσα, πρέπει να αναγράφονται με στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στην ξένη γλώσσα με λατινικά στοιχεία.

    

Άρθρο 9

Σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου

ή δύο μαρτύρων.

 

    1. Η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων κατά την ανάγνωση

και υπογραφή συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής για οποιονδήποτε λόγο από κάποιον εμφανιζόμενο. Ο συμβολαιογράφος μπορεί σε κάθε περίπτωση να αξιώσει τη σύμπραξη μαρτύρων.

  2. Σε περίπτωση σύμπραξης συμβολαιογράφων, αυτοί δεν πρέπει να είναι μεταξύ τους σύζυγοι ή συγγενείς σύμφωνα με αυτά που ορίζει το άρθρο 7, εδάφιο α'. Ο συμβολαιογράφος που συμπράττει πρέπει να είναι και αυτός αρμόδιος κατά τόπο, πλην αν υπηρετεί στην έδρα του ειρηνοδικείου ένας συμβολαιογράφος οπότε συμπράττων είναι ένας συμβολαιογράφος που εδρεύει στην περιφέρεια του αυτού πρωτοδικείου.

  Στις περιπτώσεις σύμπραξης συμβολαιογράφου, αυτός δικαιούται μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων.

  3. Οι μάρτυρες πρέπει να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να μπορούν να υπογράφουν. Επίσης δεν πρέπει να συντρέχει γι' αυτούς κανένα κώλυμα από όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 εδάφιο α' αναφορικά με τον ή τους συμβολαιογράφους ή κάποιον από τους δικαιοπρακτούντες.

  Αποκλείονται ως μάρτυρες όσοι έχουν εξαρτημένη εργασία από τον ή τους συμβολαιογράφους.

  4. Η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.

  5. Διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν διαφορετικά τα σχετικά με τη σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή μαρτύρων, καθώς και τα κωλύματά τους, διατηρούνται σε ισχύ.

 

Άρθρο 10

Διερμηνείς.

 

  1. Αν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους αγνοεί, κατά την κρίση του συμβολαιογράφου, την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας για μετάφραση γενικά των δηλώσεών του από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και το αντίθετο, καθώς και του περιεχομένου του συμβολαίου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα. Ο διερμηνέας ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι θα ασκήσει πιστά τα καθήκοντά του.

 Προκειμένου για γλώσσα που είναι πολύ λίγο γνωστή, μπορεί να προσληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διερμηνέας του διερμηνέα.

 2. Εάν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους είναι κωφός ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, γνωρίζει όμως ανάγνωση και γραφή, οι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται:

 α) γραπτά προς τον κωφό, ο οποίος επιλέγει να απαντήσει είτε προφορικώς είτε εγγράφως, σύμφωνα με τον προσφορότερο τρόπο επικοινωνίας για τον ίδιο,

 β) προφορικά προς το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, ο οποίος απαντά γραπτά.

 Στις περιπτώσεις αυτές οι γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις επισυνάπτονται στο συμβόλαιο, πριν δε από την υπογραφή του, το συμβόλαιο διαβάζεται από τον κωφό και γίνεται σχετική αναφορά σε αυτό.

 3. Εάν ο κωφός ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν γνωρίζει ανάγνωση ή γραφή ή αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να υπογράφει, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας του πρόσωπο που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.

 4. Οι κατά τα ανωτέρω διερμηνείς προσυπογράφουν το σχετικό συμβόλαιο.

 5. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.

 

Άρθρο 11

Τρόπος κατάρτισης συμβολαιογραφικών εγγράφων.

 

  1. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο γράφεται ευανάγνωστα στα ελληνικά με οποιοδήποτε γραφικό μέσο και ανεξίτηλη γραφική ύλη σε συνέχεια, χωρίς κενά διαστήματα, παρεισγραφές, ξέσματα και συγκοπές ή χρησιμοποίηση μεσοστίχων. Τυχόν κενά διαστήματα συμπληρώνονται με γραμμή. Οι αριθμοί που δηλώνουν κρίσιμη χρονολογία, καθώς και ουσιώδη στοιχεία του εγγράφου, γράφονται και ολογράφως.

  2. Κάθε διαγραφή ή καθαρογραφή μιας ή περισσότερων λέξεων ή αριθμών γίνεται με σχετική αναφορά, είτε στη συνέχεια των διαγραφομένων ή καθαρογραμμένων λέξεων ή αριθμών είτε με παραπομπή στο περιθώριο, χωρίς να εξαλείφονται οι λέξεις ή οι αριθμοί και στις δύo δε περιπτώσεις σημειώνεται ο αριΘμός τους και υπογραμμίζονται.

  3. Κάθε άλλη μεταβολή ή προσθήκη γίνεται με παραπομπή στο περιθώριο ή στο τέλος του εγγράφου, μετά το χώρο που προορίζεται για υπογραφές.

  4. Πριν από την υπογραφή του το έγγραφο διαβάζεται στα πρόσωπα που

εμφανίζονται και συμπράπουν και υπογράφεται από αυτά και το συμβολαιογράφο. Αναφορά γι' αυτό γίνεται στο τέλος. Οι υπογραφές των

αναφερόμενων προσώπων και του συμβολαιογράφου τίθενται σε κάθε φύλλο, κάτω από τις παραπομπές, καθώς και στο τέλος του εγγράφου. Σε περίπτωση κατά την οποία ένας από τους εμφανισΘέντες δηλώσει ότι αδυνατεί να υπογράψει, γίνεται σχετική αναφορά στο τέλος του συμβολαίου.

  5. Κάθε φορά που ο χώρος σε κάθε φύλλο ή κάτω από τις παραπομπές δεν επαρκεί για τις υπογραφές όλων των προσώπων που εμφανίζονται και συμπράττουν, τα πρόσωπα αυτά ορίζουν δύo από αυτούς, οι οποίοι θα υπογράψουν και γίνεται σχετική αναφορά στο τέλος του συμβολαίου.

  6. Το πρωτότυπο, τα αντίγραφα και τα απόγραφα των συμβολαίων σφραγίζονται με τη σφραγίδα του συμβολαιογράφου σε κάθε υπογραφή

αυτού.

  7. Η διάταξη του άρθρου 42 του Ν.Δ.3026/1954, όπως ισχύει, δεν έχει εφαρμογή σε δικαιοπραξίες για τον συμβαλλόμενο που έχει την ιδιότητα δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού παντός βαθμού, του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συμβολαιογράφου ή υποθηκοφύλακα.

          

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις για τη φύλαξη

των συμβολαιογραφικών εγγράφων.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος οφείλει να φυλάσσει τα πρωτότυπα των συμβολαίων που συντάσσει μαζί με τα συνημμένα σε αυτά έγγραφά τους.

  2. Σε πεpίπτωση κατάσχεσης πρωτοτύπου ή συνημμένου σε αυτό εγγράφου, που ενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ή Πολιτικής Δικονομίας, ο συμβολαιογράφος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση εκδίδει αντίγραφο, το οποίο επικυρώνεται από τον ίδιο και από εκείνον που ενηργησε την κατάσχεση. Το αντίγραφο επέχει θέση πρωτοτύπου και φυλάσσεται από το συμβολαιογράφο μέχρι να επιστραφεί σε αυτόν το πρωτότυπο.

 

 

Άρθρο 13

Έκδοση αντιγράφων.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος χορηγεί αντίγραφα των συμβολαίων ή άλλων εγγράφων που κατέχει στους δικαιοπρακτήσαντες, στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχουςτους, σε κάθε τρίτο εφόσον το συμβολαιογραφικό έγγραφο καταχωρήθηκε σε δημόσια βιβλία ή δημοσιεύθηκε από αρμόδιες αρχές ή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

   Σε κάθε άλλη περίπτωση τρίτος, που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να λάβει τα παραπάνω έγγραφα κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα πρωτοδικών.

   2. Δε χορηγείται αντίγραφο δημόσιας διαθήκης πριν από τη δημοσίευσή της.

  3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας, καθορίζονται τα δικαιώματα που εισπράττει ο συμβολαιογράφος για τα αντίγραφα που εκδίδει για χρήση των δημοσίων αρχών, καθώς και ο τρόπος καταβολής τους.

         

Άρθρο 14

Ευρετήριο συμβολαιογραφικών εγγράφων.

 

  Ο συμβολαιογράφος τηρεί βιβλίο (ευρετήριο) στο οποίο καταχωρίζονται αμέσως μετά την υπογραφή τους με αύξοντα αριθμό όλα τα συντασσόμενα έγγραφα. Ο αύξων αριθμός σημειώνεται και στο πρωτότυπο του αντίστοιχου εγγράφου. Αναγράφονται επίσης σε αυτό η χρονολογία υπογραφής της πράξης, το ονοματεπώνυμο και το επάγγελμα των δικαιοπρακτούντων, το αντικείμενο της πράξης και τα ποσά των τελών και δικαιωμάτων.

  Στην τελευταία στήλη κάθε καταχώρησης υπογράφουν οι εμφανισθέντες αν η πράξη υπογράφηκε στο γραφείο του συμβολαιογράφου.

  Το βιβλίο αυτό αριθμείται κατά σελίδες και θεωρείται από τον ειρηνοδίκη.

 

Άρθρο 15

Υποχρέωση υποβολής στατιστικών πινάκων.

 

  Ο συμβολαιογράφος υπέχει υποχρέωση να υποβάλλει μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης στατιστικό πίνακα, που περιέχει κατά είδος και αριθμό τις πράξεις που συνέταξε το προηγούμενο

έτος.

 

Άρθρο 16

Βιβλία που τηρεί ο συμβολαιογράφος.

 

  Τα βιβλία που τηρούνται από τους συμβολαιογράφους, εκτός από το ευρετήριο του άρθρου 14, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που προσδιορίζει τον τύπο και τον τρόπο τήρησής τους. Έως την έκδοση του προεδρικού αυτού διατάγματος ισχύουν οι κείμενες διατάξεις.

          

Άρθρο 17

Καθορισμός θέσεων συμβολαιογράφων

 

  Για τη σύσταση θέσεων συμβολαιογράφων, την αύξηση ή τη μείωση τηρείται η ακόλουθη διαδικασία:

  1. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου κάθε τέταρτου έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης απευθύνει ερώτημα στους εισαγγελείς εφετών για να αποφανθεί επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον πρόεδρο εφετών ή το νόμιμο αναπληρωτή του, από δύο εφέτες και δύο συμβολαιογράφους και με γραμματέα το γραμματέα του εφετείου, για τον αριθμό των θέσεων των συμβολαιογράφων στην κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια της αρμοδιότητάς τους.

  2. Αν στην έδρα του εφετείου εδρεύει Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, στην επιτροπή της παραγράφου 1 μετέχει ο πρόεδρος του Συλλόγου και ένας συμβολαιογράφος που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του αρμόδιου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, διαφορετικά και οι δύο συμβολαιογράφοι ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του αρμόδιου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

  3. Στην επιτροπή μετέχει χωρίς ψήφο και ο εισαγγελέας εφετών.

  4. Για τη διαμόρφωση της πρότασης του εισαγγελέα εφετών και της απόφασης της επιτροπής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη προτάσεις των αρμόδιων εισαγγελέων πρωτοδικών της περιφέρειας του εφετείου, των αρμόδιων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων, της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, στατιστικές και ετήσιοι πίνακες της Εθνικής Στατιστικής γπηρεσίας της Ελλάδας για την αύξηση ή τη μείωση του πληθυσμού κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, οι συγκριτικοί πίνακες των Κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον αριθμό των συμβολαιογράφων σε όποια ισχύει ο θεσμός, η αστική ή τουριστική ανάπτυξη κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, ο όγκος των συναλλαγών , η οικοδομική δραστηριότητα και ό,τι θεωρείται πρόσφορο για την απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τη σύσταση, την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των θέσεων των συμβολαιογράφων.

  5. Μέσα σε ένα μήνα από τη λήφη του ερωτήματος ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει το σχετικό φάκελο, με γραπτή εισήγησή του, στον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος ορίζει έναν από τους εφέτες ως εισηγητή. Μέσα σε ένα μήνα από τον ορισμό του εισηγητή συνέρχεται η επιτροπή, η οποία αποφασίζει με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση για τη σύσταση θέσης συμβολαιογράφου ή την αύξηση ή μείωση του αριθμού των θέσεων αυτών σε ειρηνοδικειακή περιφέρεια της αρμοδιότητάς της.

  6. Η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος, μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη αυτής, μπορεί να διαφωνήσει. Αν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, η απόφαση καθίσταται υποχρεωτική.

  7. Αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαφωνήσει με την απόφαση της επιτροπής, ο σχετικός φάκελος υποβάλλεται από τον εισαγγελέα εφετών εντός δεκαπέντε ημερών στον εισαγγελέατου Αρείου Πάγου, ο οποίος αναθέτει σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να εισαγάγει τη διαφωνία με τη διατύπωση δικής του πρότασης για να αποφανθεί επιτροπή, στην οποία προεδρεύει αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και μετέχουν δύo αρεοπαγίτες οριζόμενοι από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών - Πειραιώς - Αιγαίου και Δωδεκανήσου και ο πρόεδρος του αντίστοιχου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου ανέκυψε η ανωτέρω διαφωνία ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους και ως γραμματέας, ο γραμματέας του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση κατά την οποία η διαφωνία αφορά το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών - Πειραιώς - Αιγαίου και Δωδεκανήσου, στην επιτροπή μετέχει ο πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

  Η απόφαση της επιτροπής αυτής είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

  8. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα αυξομείωσης των θέσεων που περιέχονται στις αποφάσεις των επιτροπών των παραγράφων 1 και 7 του παρόντος άρθρου, μέχρι ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

  9. Σε νησιά με πληθυσμό πάνω από χίλιους κατοίκους συνιστάται θέση συμβολαιογράφου. Σε περίπτωση μείωσης του αριθμού των συμβολαιογράφων σε μία ειρηνοδικειακή περιφέρεια οι ήδη υπηρετούντες συμβολαιογράφοι διατηρούνται ως υπεράριθμοι μέχρι να αποχωρήσουν με οποιονδήποτε τρόπο ή να συνταξιοδοτηθούν.

  10. Για τη σύσταση, αύξηση ή μείωση θέσεων συμβολαιογράφων εκδίδεται κατά τα ανωτέρω προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

  11. Η αμοιβή των μελών των επιτροπών των παραγράφων 1 και 7 του παρόντος άρθρου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών και βαρύνει τον ειδικό λογαριασμό του άρθρου 30 του Ν.4507/1966.

    

Άρθρο 18

Κάλυψη κενών θέσεων

 

  Οι κενές θέσεις συμβολαιογράφων καλύπτονται με διαγωνισμό και με μετάθεση. Με μετάθεση καλύπτεται ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) των θέσεων κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους και το υπόλοιπο ποσοστό με διαγωνισμό. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου θα καλυφθεί με μετάθεση το πενήντα τοις εκατό (50%) των θέσεων. Κατά τον υπολογισμό του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον το υπόλοιπο είναι από μηδέν κόμμα έξι (0,6) και άνω, θεωρείται ως ακέραιη μονάδα και κάτω από αυτό παραλείπεται. Αν οι κενούμενες θέσεις είναι μόνο δύο, η μία καλύπτεται με μετάθεση και η άλλη με διαγωνισμό. Αν υπάρχει μόνο μία κενή θέση, αυτή καλύπτεται με διαγωνισμό. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου η μοναδική θέση θα καλυφθεί με μετάθεση. Όσες θέσεις παραμείνουν κενές για οποιονδήποτε λόγο καλύπτονται το επόμενο έτος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

  2. Οι θέσεις συμβολαιογράφων που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν.2830/2000 θεωρούνται κενές την 31η Δεκεμβρίου 2001 και θα υπολογισθεί το κατά περίπτωση ποσοστό για τις μεταθέσεις του έτους 2002 σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΟΥ

 

Άρθρο 19

Γενικά προσόντα διορισμού.

 

  1. Συμβολαιογράφος διορίζεται, αφού τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία επιλογής, όποιος έχει την ελληνική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια άλλου κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής ημεδαπού Πανεπιστημίου ή πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής αλλοδαπού Πανεπιστημίου αναγνωρισμένο ως ισότιμο.

 2. Έλληνες κατά το γένος που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να διοριστούν συμβολαιογράφοι, σύμφωνα με τις περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικούς νόμους, εφόσον διαθέτουν τα προσόντα της προηγούμενης παραγράφου.

         

Άρθρο 20

Ειδικά προσόντα διορισμού.

 

    1. Συμβολαιογράφος διορίζεται, αφού τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία επιλογής, εκείνος που διατελεί ή διετέλεσε επί δύο χρόνια δικηγόρος ή δικαστικός λειτουργός οποιουδήποτε κλάδου και βαθμού ή άμισθος υποθηκοφύλακας  ή εκείνος που είναι ή ήταν συμβολαιογράφος και παραιτήθηκε.

    2. Σε περίπτωση υπηρεσίας του υποψηφίου με πολλές ιδιότητες, η απαιτούμενη σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο διετία υπολογίζεται αθροιστικά.

 

Άρθρο 21

Ηλικία διοριζομένου.

 

   1. Συμβολαιογράφος διορίζεται όποιος έχει συμπληρώσει το εικοστό όγδοο (28ο) έτος και δεν έχει υπερβεί το τεσσαρακοστό πέμπτο (45ο) έτος της ηλικίας του. Κατ` εξαίρεση, συμβολαιογράφος μπορεί να διορίζεται, ύστερα από επιτυχία σε διαγωνισμό, σε άλλη θέση συμβολαιογράφου ανεξαρτήτως ηλικίας.

   2. Για την εφαρμογή της παρ.1, ως ημέρα γέννησης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική, που αποδεικνύεται με ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί το αργότερο μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ημέρα της γέννησης. Εάν δεν συντάχθηκε ληξιαρχική πράξη, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως ημέρα της γέννησης θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης.

   3. Το έτος γέννησης, σε περίπτωση έλλειψης ληξιαρχικής πράξης σύμφωνα με τα παραπάνω, αποδεικνύεται για τους άρρενες από το μητρώο αρρένων και για τις θήλεις από το γενικό μητρώο των δημοτών.

   4. Σε περίπτωση πολλών εγγραφών στα μητρώα επικρατεί η πρώτη.

   5. Δικαστικές αποφάσεις ή διοικητικές πράξεις που διορθώνουν την ηλικία ή την εγγραφή στο μητρώο δεν λαμβάνονται υπόψη.

 

 

Άρθρο 22

Ειδικές διατάξεις για δικαστικούς λειτουργούς

και δικηγόρους.

 

  1. Δικαστικοί λειτουργοί δεν μπορούν να διοριστούν συμβολαιογράφοι της περιφέρειας του πρωτοδικείου που υπηρετούν κατά το χρόνο της αποχώρησής τους από τη δικαστική υπηρεσία, πριν περάσουν πέντε χρόνια από αυτήν , πλην της περιφέρειας των πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.

  2. Η αποδοχή από το δικηγόρο ή τον άμισθο υποθηκοφύλακα του διορισμού του ως συμβολαιογράφου συνεπάγεται αυτοδίκαια την αποβολή της ιδιότητάς του αυτής από την ορκωμοσία του ως συμβολαιογράφου.

  3. Συμβολαιογράφος, που παραιτήθηκε ή του οποίου ακυρώθηκε ο διορισμός, επαναδιορίζεται δικηγόρος στο Σύλλογο όπου ήταν μέλος πριν από το διορισμό του ως συμβολαιογράφου, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του Κώδικα "Περί δικηγόρων", αν η παραίτηση ή η ακύρωση λάβει χώρα εντός του διαστήματος οκτώ (8) ετών από του διορισμού του ως συμβολαιογράφου.

 

Άρθρο 23

Κωλύματα διορισμού.

 

  Δεν διορίζεται συμβολαιογράφος:

  1. Όποιος δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή δεν έχει απαλλαγεί από αυτές νόμιμα ή όποιος καταδικάστηκε αμετάκλητα  για λιποταξία ή ανυποταξία με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών.

  2. Όποιος δεν είναι γραμμένος στα μητρώα αρρένων και προκειμένου περί γυναικών στα γενικά μητρώα των δημοτών.

  3. Όποιος λόγω αμετάκλητης καταδίκης έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.

  4. Όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα.

  5. Όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για πλημμέλημα σε ποινή φυλάκισης για τις πράξεις κλοπής (άρθρα 372 και 373 Π.Κ.), απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.), υπεξαίρεσης κοινής ή στην υπηρεσία (άρθρα 375 και 258 Π.Κ.), εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.), ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης (άρθρο 242 Π.Κ.), ψευδορκίας και ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρα 224 και 225 Π.Κ.), παραπλάνησης σε ψευδορκία (άρθρο 228 Π.Κ.), απιστίας (άρθρο 390 Π.Κ.), απιστίας δικηγόρου (άρθρο 233 Π.Κ.), απιστίας σχετικής με την υπηρεσία (άρθρο 256 Π.Κ.), δωροδοκίας (άρθρα 235, 236 και 237 Π.Κ.), καταπίεσης (άρθρο 244 Π.Κ.), υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 Π.Κ.), παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), αδικήματος κατά των ηθών (άρθρα 336 έως 353 Π.Κ.), παράβασης της νομοθεσίας περί ναρκωτικών (Ν. 1729/1987, όπως εκάστοτε ισχύει), λαθρεμπορίας (Ν. 1165/1918, όπως ισχύει), τοκογλυφίας (άρθρο 404 Π.Κ.), περί μεσαζόντων (Ν. 5227/1931), καθώς επίσης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν.2331/1996 όπως εκάστοτε ισχύει).

  6. Όποιος τελεί σε δικαστική συμπαράσταση.

  7. Όποιος έχει παυθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση από θέση δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δικαστικού λειτουργού, υποθηκοφύλακα και συμβολαιογράφου λόγω ποινικής καταδίκης.

  8. Όποιος έχει απολυθεί τελεσίδικα με απόφαση αρμόδιου συμβουλίου για πειθαρχικούς λόγους από θέση δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δικαστικού λειτουργού, υποθηκοφύλακα και συμβολαιογράφου.

  9. Όποιος πάσχει από νόσο που τον καθιστά ανίκανο για να ασκήσει τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου, εφόσον η νόσος πιστοποιείται από την

αρμόδια υγειονομική επιτροπή για τους δημοσίους υπαλλήλους.

 

Άρθρο 24

Κρίσιμος χρόνος προσόντων και κωλυμάτων.

 

  1. Ο υποψήφιος πρέπει κατά την ημέρα έναρξης του διαγωνισμού, όπως αυτή ορίζεται με την προκήρυξη και κατά την ημέρα του διορισμού του να συγκεντρώνει τα προσόντα των άρθρων 19, 20 και 22 του παρόντος, ενώ τα κωλύματα του άρθρου 23 δεν πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπό του κατά τα ίδια χρονικά σημεία.

  2. Ειδικά τη νόμιμη ηλικία του άρθρου 21 πρέπει να έχει ο υποψήφιος κατά το χρόνο έναρξης του διαγωνισμού που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο.

   

Άρθρο 25

Εισαγωγικός διαγωνισμός υποψηφίων

συμβολαιογράφων

 

  1. Η πλήρωση των κενών θέσεων συμβολαιογράφων γίνεται με πανελλήνιο διαγωνισμό, ο οποίος προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εντός του πρώτου τετραμήνου κάθε έτους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο διαγωνισμός διενεργείται στις έδρες των Εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

  2. Στην προκήρυξη ορίζεται ο συνολικός αριθμός θέσεων που θα πληρωθούν σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια των Εφετείων της χώρας, με βάση τις κενές θέσεις που υπάρχουν την 1η Απριλίου του έτους έκδοσης της υπουργικής απόφασης, ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, η κατανομή των εφετειακών περιφερειών στα εξεταστικά κέντρα της παρ. 1, και κάθε άλλο θέμα σχετικό με το διαγωνισμό.

   3. *** ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ.

  4. Για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης οι ακόλουθες επιτροπές:

  α) πενταμελής κεντρική επιτροπή με έδρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η

οποία αποτελείται από: έναν (1) αρεοπαγίτη ως πρόεδρο, έναν (1) πρόεδρο εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Προϊστάμενο των υπηρεσιών του δικαστηρίου όπου υπηρετούν, έναν (1) καθηγητή Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που ορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με τον αναπληρωτή του και τον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, ο οποίος ορίζει έναν συμβολαιογράφο Αθηνών ως αναπληρωτή του. Η επιτροπή αυτή έχει την ευθύνη επιλογής των θεμάτων στα εξεταζόμενα μαθήματα τα οποία είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους και της ασφαλούς μετάδοσής τους προς τα εξεταστικά κέντρα κατά τρόπο που θα διασφαλίζεται το αδιάβλητο των διαδικασιών.

  β) τριμελής οργανωτική επιτροπή στην έδρα των εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελείται από έναν (1) πρόεδρο εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) εισαγγελέα εφετών και έναν (1) συμβολαιογράφο με τους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή αυτή έχει την ευθύνη της διενέργειας του διαγωνισμού, του ελέγχου των δικαιολογητικών των υποψηφίων και του αποκλεισμού υποψηφίου από το διαγωνισμό με αιτιολογημένη απόφασή της, εφόσον δεν συγκεντρώνει τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, και

 γ) Ομάδες βαθμολόγησης στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθεμία των οποίων αποτελείται από δύο (2) προέδρους εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και έναν (1) συμβολαιογράφο και για τη βαθμολόγηση των γραπτών στις ξένες γλώσσες από καθηγητές ξένων γλωσσών πανεπιστημίου ή Τ.Ε.Ι. ή μέσης εκπαίδευσης, οι οποίες και έχουν την ευθύνη της βαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων.

  Οι συμβολαιογράφοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τη Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος.

   5. Η συγκρότηση και λειτουργία των επιτροπών και των ομάδων βαθμολόγησης - αναβαθμολόγησης της παραγράφου 4, η γραμματειακή τους υποστήριξη και κάθε σχετική λεπτομέρεια θα καθοριστεί με την έκδοση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου.

  6. Οι υποψήφιοι διαγωνίζονται σε θέματα:

  α) Αστικού Δικαίου, β) Εμπορικού Δικαίου, γ) Πολιτικής Δικονομίας, δ) Κώδικα Συμβολαιογράφων, ε) Ειδικών νόμων της Οροφοκτησίας και κάθετης ιδιοκτησίας, του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, Δασικού Κώδικα, Φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων από οποιαδήποτε αιτία και τελών χαρτοσήμου, των νόμων για τη σύσταση και το σκοπό του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος, για τη διαδικασία κτηματογράφησης, για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου και για τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου (του οργανωμένου συστήματος με το ν. 2664) και για τις συμβάσεις επί κινητών ή απαιτήσεων υποκειμένων σε δημοσιότητα και για τις συμβάσεις παροχής ασφάλειας (ν. 2884). Τα θέματα λαμβάνονται από την ύλη τη σχετική με τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου και η εξέταση των μαθημάτων γίνεται με συνθετική παρουσίαση πρακτικού θέματος και ερωτημάτων θεωρητικού χαρακτήρα. Οι υποψήφιοι εξετάζονται προαιρετικά σε μία έως δύο από τις ξένες γλώσσες αγγλική, γαλλική, γερμανική. Οι εξετάσεις όλων των μαθημάτων είναι μόνο γραπτές.

  7. Τα γραπτά δοκίμια των υποψηφίων βαθμολογούνται από τρεις (3) βαθμολογητές. Η κλίμακα βαθμολογίας των γραπτών δοκιμίων ορίζεται από 0 έως 20. Ο μέσος όρος των τριών (3) βαθμολογητών για κάθε μάθημα αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στο μάθημα, εφόσον η απόκλιση από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη βαθμολογία δεν είναι μεγαλύτερη των τριών (3) μονάδων. Αν η απόκλιση αυτή είναι μεγαλύτερη, το γραπτό αναβαθμολογείται από τα μέλη της κεντρικής επιτροπής εξετάσεων. Ο τελικός βαθμός του γραπτού στην περίπτωση αναβαθμολόγησής του είναι ο μέσος όρος που προκύπτει από το βαθμό των αρχικών βαθμολογητών και των αναβαθμολογητών, αφού αφαιρεθούν ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος βαθμός.

  Η συνολική βαθμολογία του κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα των βαθμών των πέντε (5) μαθημάτων, το οποίο προσαυξάνεται τόσες μονάδες όσες αντιστοιχούν στο γινόμενο του βαθμού που πέτυχε ο υποψήφιος σε κάθε ξένη γλώσσα με συντελεστή 0,10.

  Ο βαθμός της ξένης γλώσσας λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον είναι ίσος ή μεγαλύτερος του δέκα (10). Επιτυχόντες θεωρούνται εκείνοι που έλαβαν βαθμό μεγαλύτερο ή ίσο με δέκα (10) μονάδες σε κάθε μάθημα. Οι ανωτέρω υποβάλλουν αίτηση προτίμησης για το διορισμό τους σε κενές έδρες συμβολαιογράφων ανεξαρτήτως ειρηνοδικειακής περιφέρειας και διορίζονται με σειρά προτεραιότητας ανάλογα με τη βαθμολογία τους.

  Οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση των γραπτών δοκιμίων μέσα σε είκοσι ημέρες από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

  8. Σε περίπτωση ισοβαθμίας επιτυχόντων για την ίδια έδρα συμβολαιογράφου διενεργείται κλήρωση.

  9. Οι επιτυχόντες που καλούνται να διορισθούν οφείλουν, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης, να δηλώσουν ότι αποδέχονται το διορισμό τους στο Ειρηνοδικείο στο οποίο πέτυχαν και να προσκομίσουν μέσα στην ίδια προθεσμία τα απαραίτητα για το διορισμό τους δικαιολογητικά. Αν η παραπάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, θεωρείται ότι αποποιήθηκαν το διορισμό τους.

  10. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα θέματα που σχετίζονται με την προκήρυξη του διαγωνισμού, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και το χρόνο υποβολής τους, τον τρόπο ελέγχου των προσόντων των υποψηφίων και γενικά κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή του διαγωνισμού και τη σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και διοριζομένων.

  11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται:

  α) ο τρόπος και το ύψος της αμοιβής των μελών της κεντρικής πενταμελούς επιτροπής,

  β) η αμοιβή των μελών των λοιπών επιτροπών και των ομάδων βαθμολόγησης - αναβαθμολόγησης,

  γ) τα εξέταστρα που προκαταβάλλονται από τους υποψηφίους στην αρμόδια Οργανωτική Επιτροπή για την κάλυψη μέρους των δαπανών του διαγωνισμού.

  ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Σύμφωνα με την παρ.13 του άρθρου 59 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165), ορίσθηκαν τα εξής:

 "Συμβολαιογράφοι, οι οποίοι συμμετείχαν επιτυχώς σε διαγωνισμό για κάλυψη άλλης θέσης συμβολαιογράφου και συνεπεία δικαστικών αποφάσεων ακυρώνεται ο διορισμός τους, για λόγο που δεν οφείλεται στους ίδιους, παραμένουν ως υπεράριθμοι στη θέση που κατείχαν, καταλαμβάνοντας σύμφωνα με τη σειρά αρχαιότητας τις κενές θέσεις που κενώνονται".

                              

Άρθρο 26

Διορισμός συμβολαιογράφων.

 

  1. Ο διορισμός του συμβολαιογράφου γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

  2. Η απόφαση του διορισμού κοινοποιείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες

από τη δημοσίευσή της με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, που επιδίδεται στο διοριζόμενο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

  3. Στο έγγραφο αυτό τάσσεται και εύλογη προθεσμία, που δεν μπορεί να

υπερβεί τις τριάντα (30) ημέρες, για την ορκωμοσία του διοριζόμενου και

την ανάληψη υπηρεσίας. Σε περίπτωση παράλειψης καθορισμού αυτής της προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει προθεσμία των τριάντα (30) ημερών.

  4. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 2, η απόφαση για το διορισμό θεωρείται ότι επιδόθηκε την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της και από την ημέρα αυτή αρχίζει η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών για την ορκωμοσία του διοριζόμενου και την ανάληψη των καθηκόντων.

  5. Η ανάληψη των καθηκόντων του συμβολαιογράφου βεβαιώνεται με έκθεση εμφάνισης, που συντάσσεται ενώπιον του γραμματέα του οικείου

πρωτοδικείου, ο οποίος αποστέλλει χωρίς υπαίτια βραδύτητα αντίγραφο της έκθεσης εμφάνισης και στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.

                            

Άρθρο 27

Ορκωμοσία - Ανάκληση διορισμού.

 

  1. Ο διορισμός ολοκληρώνεται με τη δόση του όρκου.

  2. Ο όρκος των συμβολαιογράφων δίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του αρμόδιου πολυμελούς πρωτοδικείου, μπορεί όμως να δοθεί και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που ορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

  3. Η απόφαση για το διορισμό ανακαλείται, αν ο διοριζόμενος δεν τον αποδέχθηκε είτε ρητά είτε σιωπηρά επειδή παρήλθε άπρακτη, από υπαιτιότητά του, η προθεσμία που τάσσεται στο προηγούμενο άρθρο για την ορκωμοσία και την ανάληψη καθηκόντων.

  4. Διορισμός που έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα αυτού ανακαλείται το αργότερο εντός διετίας από τη δημοσίευσή του, εκτός αν ο συμβολαιογράφος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό, οπότε η ανάκληση γίνεται χωρίς χρονικό περιορισμό.

  5. Εκείνος του οποίου ο διορισμός ανακλήθηκε, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει για το χρόνο που εξετέλεσε τα καθήκοντά του τις ευθύνες του συμβολαιογράφου και οι πράξεις του είναι έγκυρες.

   6. Συμβολαιογράφος του οποίου ο διορισμός έχει ακυρωθεί κατά την τελευταία πενταετία για λόγους που ανάγονται στην ευθύνη της δημόσιας υπηρεσίας και δεν συντρέχει κώλυμα διορισμού του κατά το άρθρο 23 επαναδιορίζεται ως υπεράριθμος στη θέση που έχει διοριστεί ή σε αυτήν που κατέχει καταλαμβάνοντας, κατά σειρά επιτυχίας, θέση που θα κενωθεί ή θα δημιουργηθεί στην ίδια έδρα.

 

Άρθρο 28

Μετάθεση συμβολαιογράφου.

 

  1. Για την κάλυψη του ποσοστού των κενών θέσεων των συμβολαιογράφων με μετάθεση, σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος, οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, με ποινή του απαραδέκτου αυτής, τον μήνα Ιανουάριο κάθε έτους, στην οποία να φέρεται η συγκεκριμένη κενή θέση την οποία επιθυμούν να καταλάβουν. Δεν επιτρέπεται μετάθεση συμβολαιογράφου εντός της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας. Από την παρούσα εξαιρούνται οι συμβολαιογράφοι, που εδρεύουν στις έδρες ειρηνοδικειακών περιφερειών, στις οποίες έλαβε χώρα κατάργηση ειρηνοδικείου σύμφωνα με το π.δ.110/2012 Α` 193), οι οποίοι μπορούν να μετατεθούν από μία έδρα σε άλλη της ιδίας ειρηνοδικειακής περιφέρειας υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο (2) έδρες έχουν διαφορετική κατά τόπον αρμοδιότητα.

  2. Για τις αιτήσεις μεταθέσεων αποφασίζει το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η θέση για πλήρωση, μέσα στο μήνα Μάρτιο, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης που υποβάλλεται μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους. Στο πιο πάνω συμβούλιο το οποίο είναι αυτό που προβλέπεται για τους υπαλλήλους των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο άρθρο 23 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 2993/2002, συμμετέχουν αντί των υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και Εισαγγελιών δύο συμβολαιογράφοι, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 3 του "Κώδικα Συμβολαιογράφων. Για τη λήψη απόφασης μετάθεσης λαμβάνονται υπόψη κατά σειρά:

  α) η αρχαιότητα,

  β) σοβαροί λόγοι υγείας,

  γ) η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος και

  δ) τίτλοι σπουδών.

  Η μετάθεση είναι υποχρεωτική για τον αιτούντα και εκτελείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

  3. Ο μετατιθέμενος οφείλει να μεταβεί υποχρεωτικά στη νέα του θέση μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης για τη μετάθεσή του. Η αποχή από τα καθήκοντά του στη νέα θέση, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.

  4. Επιτρέπεται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, που υποβάλλεται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου κάθε έτους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αμοιβαία μετάθεση συμβολαιογράφων ανεξάρτητα ειρηνοδικειακής περιφέρειας, με την προϋπόθεση ότι οι αμοιβαία μετατιθέμενοι συμβολαιογράφοι θα έχουν θητεία ως συμβολαιογράφοι τουλάχιστον πέντε (5) ετών και δεν θα έχουν υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο (55) έτος της ηλικίας τους.

  Κατ' εξαίρεση των ανωτέρω, επιτρέπεται, οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από άλλες προϋποθέσεις, η αμοιβαία μετάθεση συμβολαιογράφων που έχουν την έδρα τους σε κωμοπόλεις που έχουν πληθυσμό έως πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους και βρίσκονται εκτός έδρας πρωτοδικείου, μετά από αίτηση και των δύο ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης κατά μήνα, Ιανουάριο κάθε έτους.

   5. Συμβολαιογράφος ο οποίος μετατέθηκε με οποιονδήποτε τρόπο δεν δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση, πριν συμπληρωθούν τρία χρόνια από την ημερομηνία της προηγούμενης μετάθεσής του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για όσους έχουν μετατεθεί πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.

 

Άρθρο 29

Κανονικές και εκπαιδευτικές άδειες.

 

  1. Κάθε συμβολαιογράφος δικαιούται να πάρει κάθε χρόνο κανονική άδεια απουσίας δύo μηνών, συνεχή ή τμηματική και ενός ακόμη μηνός, αν συντρέχει εύλογη αιτία.

  2. Η κανονική άδεια χορηγείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή από το δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, έπειτα από αίτηση του συμβολαιογράφου, στην οποία καθορίζει την ημέρα έναρξής της και υποδεικνύει τον αναπληρωτή του.

  3. Αναπληρωτής δεν ορίζεται εφόσον η κανονική άδεια χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά από 1 έως 31 Αυγούστου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, καθορίζεται αριθμός συμβολαιογράφων σε ποσοστό τουλάχιστον 15% αυτών που υπηρετούν στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου, οι οποίοι θα παραμείνουν υποχρεωτικά στην έδρα τους το μήνα Αύγουστο.

  Όπου υπηρετούν λιγότεροι από πέντε (5) συμβολαιογράφοι παραμένει κατά τον ίδιο μήνα υποχρεωτικά στην έδρα του τουλάχιστον ένας. 0 συμβολαιογράφος υποβάλλει αντίγραφο της άδειας στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο, μπορεί δε με δήλωσή του να ορίσει αναπληρωτή του από εκείνους που δεν κάνουν χρήση της κανονικής τους άδειας. Σε περίπτωση που δεν ορίσει ο ίδιος αναπληρωτή του και είναι αναγκαίος ο διορισμός αναπληρωτή, τούτον ορίζει ο οικείος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος.

  4. Η κυοφορούσα συμβολαιογράφος δικαιούται με αίτησή της να απέχει από την εκτέλεση των καθηκόντων της από την έναρξη του όγδοου μήνα κύησης. Προς τούτο χορηγείται άδεια από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία παρατείνεται επί δίμηνο μετά τον τοκετό κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης.

  5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του αρμόδιου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, χορηγείται εκπαιδευτική άδεια μέχρι δύo χρόνια σε συμβολαιογράφο που επιθυμεί να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές.

  6. Όποιος έλαβε εκπαιδευτική άδεια έχει υποχρέωση να προσκομίζει στο Σύλλογο αποδεικτικά στοιχεία προόδου στο τέλος κάθε εκπαιδευτικού έτους, άλλως διακόπτεται η άδεια.

  7. Όποιος έλαβε εκπαιδευτική άδεια δικαιούται να λάβει το ποσό της διανομής από τα κρατικά συμβόλαια που θα του καταβάλλεται αφού προσκομίσει πιστοποιητικό ανελλιπούς παρακολούθησης.

  8. Κατά τη διάρκεια κάθε είδους άδειας ο συμβολαιογράφος δεν κωλύεται ο ίδιος να ασκεί τα καθήκοντά του.

 

Άρθρο 30

Αναρρωτικές άδειες.

 

  1. Στους συμβολαιογράφους που ασθενούν ή έχουν ανάγκη ανάρρωσης

χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης αναρρωτική άδεια, βάσει γνωμάτευσης της πρωτοβάθμιας για τους δημόσιους υπαλλήλους Υγειονομικής Επιτροπής.

  Η αναρρωτική άδεια, όταν χορηγείται ως συνεχής, δεν μπορεί να υπερβεί τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες.

  2. Ο αρμόδιος πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει τον αναπληρωτή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου.

  

Άρθρο 31

Αργία.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος που έχει στερηθεί την προσωπική του ελευθερία, μετά από βούλευμα ή δικαστική απόφαση, τελεί αυτοδίκαια σε κατάσταση αργίας.

  Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε η αργία, ο συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία.

  2. Ο συμβολαιογράφος που έχει παραπεμφθεί τελεσίδικα για έγκλημα που επισύρει στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ή ο συμβολαιογράφος κατά του οποίου υφίσταται εκκρεμής πειθαρχική δίωξη για αδίκημα που επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να τεθεί σε κατάσταση αργίας. Η θέση σε αργία γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από απόφαση του τριμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, που επιλαμβάνεται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, αρχίζει δε και παύει από την επομένη της κοινοποίησης της αντίστοιχης απόφασης.

  Δεν απαιτείται έκδοση απόφασης και ο συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία, αν εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή τελεσίδικη απαλλακτική πειθαρχική απόφαση.

  Για την αυτοδίκαιη αυτή επάνοδο του συμβολαιογράφου στην ενεργό υπηρεσία συντάσσεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

  3. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο έχει επιβληθεί η ποινή της αργίας έχει υποχρέωση να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του. Για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αργίας, αναπληρωτής του, για τις πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 5 του παρόντος Κώδικα, ορίζεται αυτεπάγγελτα από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή το δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.

 

Άρθρο 32

Παύση συμβολαιογράφου.

 

  1. Εκτός από την περίπτωση της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου, λόγω βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος, ο συμβολαιογράφος παύεται, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή σε ποινή φυλάκισης για κάποιο πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 του παρόντος.

  2. Σχετικά με την παύση της προηγούμενης παραγράφου, αποφασίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Η κίνηση της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου του προηγούμενου εδαφίου είναι υποχρεωτική και ανήκει στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

  3. Μετά την κίνηση της διαδικασίας για την παύση του συμβολαιογράφου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ως εισηγητή, ο οποίος συγκεντρώνει τα αναγκαία στοιχεία για βεβαίωση του λόγου για τον οποίο εισάγεται για παύση ο συμβολαιογράφος και έχει δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες και να παραγγείλει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ο εισηγητής καλεί τον εγκαλούμενο να παράσχει εξηγήσεις και συντάσσει πόρισμα και υποβάλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου εμπεριστατωμένη έκθεση, που περιέχει και τη γνώμη του για την ουσία του θέματος.

  4. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο, στην οποία καλείται ο εγκαλούμενος συμβολαιογράφος, με κλήση που περιέχει το λόγο της εισαγωγής του για παύση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτόν το λόγο, με λεπτομέρειες. Η κλήση επιδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη δικάσιμο. Η συζήτηση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία ο εγκαλούμενος μπορεί να παρίσταται και με πληρεξούσιο δικηγόρο.

  5. Το δικαστήριο προβαίνει σε γενικότερη εκτίμηση της καθόλου υπηρεσίας και συμπεριφοράς του εγκαλούμενου για παύση συμβολαιογράφου. Η απόφαση του δικαστηρίου, που δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίασή του, επιδίδεται στον εισαχθέντα για παύση και αντίγραφό της υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η παύση του συμβολαιογράφου επέρχεται από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της αμετάκλητης απόφασης, εκδίδεται δε σχετική με αυτό διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 2 του παρόντος εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.

 

Άρθρο 33

Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας του, που αποδεικνύεται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 21.

   2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 31η Δεκεμβρίου του έτους της αποχώρησης του συμβολαιογράφου.

  3. Όποιος αποχωρεί με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, σύμφωνα με τα παραπάνω, παύει αυτοδίκαια να ασκεί τα καθήκοντά του. Για την αυτοδίκαιη αποχώρηση εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Άρθρο 34

Αποχώρηση λόγω νόσου.

 

  1. Αν ο συμβολαιογράφος καταστεί ανίκανος λόγω νόσου ή εξασθένησης του σώματος ή του νου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, πριν να συμπληρώσει το όριο ηλικίας σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, και η ανικανότητα αυτή διήρκεσε ή θα διαρκέσει περισσότερο από ένα χρόνο, αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία.

  2. Η ανικανότητα διαπιστώνεται από την αρμόδια δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσίων

Υπαλλήλων, που αποφαίνεται κατόπιν παραπομπής από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία μπορεί να προκληθεί με αίτηση του συμβολαιογράφου ή και του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

  Σχετικά με την υποχρεωτική αποχώρηση λόγω νόσου, που αναφέρεται στις προηγούμενες παραγράφους, αποφασίζει αμετάκλητα το δικαστήριο εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 32 του παρόντος. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης προκαλεί τη σχετική απόφαση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την υποβολή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου στο Υπουργείο. Ύστερα από τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης ο συμβολαιογράφος, τον οποίο αφορά, θεωρείται ότι έχει απολυθεί και αν ακόμη δεν του έχει κοινοποιηθεί το σχετικό έγγραφο.

         

Άρθρο 35

Παραίτηση.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος δικαιούται να παραιτηθεί, υποβάλλοντας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης γραπτή αίτηση, η οποία γίνεται υποχρεωτικά δεκτή με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δύo μήνες το αργότερο από την υποβολή της. Έπειτα από τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, ο συμβολαιογράφος, τον οποίο αφορά, θεωρείται ότι έχει αποβάλει την ιδιότητά του και αν ακόμη δεν του έχει κοινοποιηθεί το σχετικό έγγραφο.

  2. Εάν παρέλθει άπρακτη τρίμηνη προθεσμία από την υποβολή της γραπτής παραίτησης της αναφερόμενης στην παράγραφο 1, ο συμβολαιογράφος που υπέβαλε παραίτηση παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και θεωρείται ότι του έχει κοινοποιηθεί η αποδοχή της παραίτησής του αμέσως μόλις παρέλθει η τελευταία ημέρα του τριμήνου.

  3. Η ανάκληση της παραίτησης γίνεται αν η σχετική γραπτή αίτηση υποβληθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αποδοχή της παραίτησης ή πριν περάσει τρίμηνη προθεσμία από την υποβολή της παραίτησης, αν η πράξη για την αποδοχή δεν έχει δημοσιευθεί.

   Κατ' εξαίρεση, συμβολαιογράφος που παραιτήθηκε μπορεί να επαναδιοριστεί, με αίτησή του, εφόσον δεν έχει παρέλθει έτος από την αποδοχή της παραίτησής του και κατά τη στιγμή της υποβολής της αιτήσεως επαναδιορισμού υπάρχει μία τουλάχιστον κενή θέση στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου, όπου υπηρετούσε.

   4. Η αποδοχή της παραίτησης που υποβλήθηκε από τον διωκόμενο μετά την έγερση πειθαρχικής αγωγής δεν γίνεται δεκτή από τον Υπουργό, εκτός εάν ο διωκόμενος έχει  θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

 

Άρθρο 36

Δωσιδικία.

 

  1. Οι συμβολαιογράφοι δωσιδικούν για τα πλημμελήματα ενώπιον του αρμόδιου εφετείου, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και για τα πταίσματα ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 112 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  2. Οι διατάξεις του άρθρου 322 του Κώδικα ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται ανάλογα.

 

  ***Παρατήρηση: Το άρθρο 36 καταργήθηκε με το άρθρο 34 § στ΄ σε συνδυασμό με

                               το άρθρο 10 § 13 του Ν.3904/2010 (ΦΕΚ τ.Α΄ 218/23.12.2010).

 

Άρθρο 37

Ασυμβίβαστα.

 

 ***βλ.Ν.4512/2018 άρθρο 18

  1. Τα έργα του συμβολαιογράφου είναι ασυμβίβαστα με την ανάληψη υπηρεσίας στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς κοινής ωφέλειας με οποιαδήποτε νομική μορφή και αν λειτουργούν τα τελευταία, καθώς και με την άσκηση κάθε άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας ή υπηρεσίας.

  2. Κατ' εξαίρεση δεν είναι ασυμβίβαστα με τα έργα του συμβολαιογράφου: α) η διδασκαλία νομικών ή παρεμφερών μαθημάτων σε ανώτατες και ανώτερες σχολές και σε υπηρεσίες του Δημοσίου, σε υπηρεσίες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, β) η συμμετοχή σε συμβούλια και επιτροπές ιδρυμάτων, σωματείων, οργανισμών ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γ) η ανάθεση οποιωνδήποτε διοικητικών καθηκόντων, είτε παράλληλα με τα κύρια έργα του είτε κατ' αποκλειστικότητα.

   3. Ο συμβολαιογράφος που ανακηρύσσεται υποψήφιος νομάρχης, δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας τελεί σε αναστολή ως προς την άσκηση των συμβολαιογραφικών καθηκόντων. Σε περίπτωση εκλογής του η αναστολή διαρκεί όσο χρόνο έχει μία από τις ιδιότητες του προηγούμενου εδαφίου. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση διορισμού συμβολαιογράφου ως περιφερειάρχη, αντιδήμαρχου ή εκλογής του ως προέδρου δημοτικού συμβουλίου. Η αναστολή δεν ισχύει για τους υποψήφιους και για εκείνους που θα εκλεγούν μέλη δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

       4. Συμβολαιογράφος, που έχει παραιτηθεί για να συμμετάσχει ως υποψήφιος σε βουλευτικές εκλογές, αν δεν εκλεγεί ή εκπέσει μετά την εκλογή του με απόφαση του Εκλογοδικείου ή εκλεγεί και λήξει η βουλευτική του θητεία, επαναδιορίζεται, ύστερα από αίτησή του στην ίδια ειρηνοδικειακή περιφέρεια. Αν η θέση του έχει στο μεταξύ καλυφθεί, ο επαναδιορισμός γίνεται σε υπεράριθμη προσωποπαγή θέση που καταργείται αυτοδικαίως όταν ο επαναδιορισμένος αποχωρήσει. Στην περίπτωση επαναδιορισμού παραδίδεται στον επαναδιορισθέντα συμβολαιογράφο το προσωπικό του αρχείο.

*ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 29 του Ν.3463/2006 (ΦΕΚ τ.Α΄ 114/8-6-2006) «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», ορίσθηκαν τα εξής:

 

«Άρθρο 29

Κωλύματα και ασυμβίβαστα

….4. Η ιδιότητα και το αξίωμα του δημάρχου, του προέδρου Κοινότητας, του προέδρου του συμβουλίου δημοτικού διαμερίσματος, του προέδρου του τοπικού συμβουλίου, του παρέδρου ή οποιουδήποτε άλλου αιρετού αξιώματος σε όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού δεν αποτελεί λόγο ασυμβίβαστου ή αναστολής άσκησης του λειτουργήματός τους για τους:

α) Δικηγόρους και συμβολαιογράφους […]»

 

**ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το άρθρο 14 του Ν.3852/2010 (ΦΕΚ τ.Α΄ 87/7-6-2010) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης» όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το Ν.4555/2018 (ΦΕΚ τ.Α΄ 133/19.07.2018) και το Ν.4604/2019 (ΦΕΚ τ.Α΄ 50/26-3-2019) ορίζει τα κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστα. Το άρθρο 285 του Ν.3852/2010 ορίζει ότι: «από την

έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις του καταργείται.»

 

 

Άρθρο 38

Ευθύνη συμβολαιογράφων.

 

  1. Το δικαίωμα του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, των ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών και οποιουδήποτε τρίτου για επιβολή σε βάρος των συμβολαιογράφων φόρων, τελών χαρτοσήμου και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων για τις καταρτιζόμενες πράξεις παραγράφεται μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από το τέλος του έτους που καταρτίστηκε η πράξη, πλην φόρου εισοδήματος.

  2. Ο συμβολαιογράφος δεν ευθύνεται για το ύψος των αξιών, τιμών και χρηματικών μεγεθών που δηλώνονται από τους δικαιοπρακτούντες για τα αντικείμενα που αφορούν το συμβόλαιό του.

 

Άρθρο 39

Επιμόρφωση συμβολαιογράφων.

 

  1. Ύστερα από απόφαση του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου είναι δυνατή η οργάνωση, κατά περιφέρειες και κατά προτίμηση στην έδρα του Συλλόγου, σεμιναρίων διαρκούς επιμόρφωσης των συμβολαιογράφων σε θέματα εσωτερικού και διεθνούς δικαίου, καθώς και συμβολαιογραφικής πρακτικής επαγγελματικής κατάρτισης και δεοντολογίας. Σεμινάρια επίσης παρακολουθούν υποχρεωτικά οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό συμβολαιογράφοι τουλάχιστον για ένα εξάμηνο σε θέματα του προηγούμενου εδαφίου. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων καθορίζεται ο τόπος διενέργειας και κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας των σεμιναρίων των προηγούμενων εδαφίων. Οι δαπάνες οργάνωσης και λειτουργίας των σεμιναρίων βαρύνουν τον ειδικό λογαριασμό του άρθρου 30 του Ν.4507/1966.

  2. Οι διδάσκοντες στα σεμινάρια μπορεί να είναι πανεπιστημιακοί, δικαστές, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι.

         

Άρθρο 40

Δικαιώματα συμβολαιογράφων.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος για κάθε πράξη που καταρτίζει και για κάθε παροχή υπηρεσίας που προσφέρει, αν σχετίζεται με την αρμοδιότητά του ή επιβάλλεται από το νόμο, όπως και για την έκδοση αντιγράφων και περιλήψεων, δικαιούται πάγια αμοιβή. Επιπλέον της αμοιβής αυτής και προκειμένου για πράξεις που το αντικείμενό τους είναι αποτιμητό σε χρήμα, δικαιούται να λάβει και αναλογική αμοιβή, που υπολογίζεται με βάση τη συνολική δηλούμενη αξία στο συμβόλαιο ή τη μεγαλύτερη αξία που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή προσωρινά ή οριστικά. Τέλη και δικαιώματα που εισπράχθηκαν από το συμβολαιογράφο νόμιμα κατά τη σύνταξη του συμβολαίου ουδέποτε επιστρέφονται.

  Οι αμοιβές αυτές καθορίζονται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας.

  Με όμοιες αποφάσεις ορίζεται ο τρόπος είσπραξης των αμοιβών των συμβολαιογράφων για τη διαφορά που τυχόν προκύπτει ανάμεσα στην αξία που δηλώθηκε για το αντικείμενο της δικαιοπραξίας και στη μεγαλύτερη αξία που οριστικά καθορίσθηκε από την αρμόδια αρχή.

    Η αναλογική αμοιβή επιβάλλεται να ορίζεται με την εκδιδόμενη σύμφωνα με το μεθεπόμενο εδάφιο κοινή υπουργική απόφαση σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την κατά καθοριζόμενες βαθμίδες πλαισίων ποσών κλιμακωτή επαύξησή της, εκφραζόμενης ή αποτιμώμενης σε χρήμα, αξίας επί της οποίας αυτά υπολογίζονται.

  2. Ειδικοί νόμοι ή διατάγματα ή αποφάσεις που καθορίζουν μειωμένα δικαιώματα συμβολαιογράφων διατηρούνται σε ισχύ μετά τη δημοσίευση του Κώδικα, μπορούν όμως και εντός έτους από τη δημοσίευση να αναθεωρηθούν ή να καταργηθούν, μετά από πρόταση της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος προς τους αρμόδιους Υπουργούς.

  Ειδικοί νόμοι, προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που μειώνουν τα δικαιώματα του συμβολαιογράφου δεν ισχύουν αν δεν έχουν υπογραφεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

   Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και  Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδίδεται μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, καθορίζεται ποσό αξίας αντικειμένου συναλλαγής πάνω από το οποίο η αναλογική αμοιβή για τη σύνταξη συμβολαίων δεν συνιστά την υποχρεωτική αλλά την ανώτατη επιτρεπτή αμοιβή, παρεχομένης της δυνατότητας συνομολογήσεως ελευθέρως, με έγγραφη συμφωνία μεταξύ του συμβολαιογράφου και του δίδοντος την εντολή προς σύνταξη συμβολαίου, μικρότερης αμοιβής. Μη προκυπτούσης συμφωνίας, η ανώτατη επιτρεπτή αμοιβή συνιστά τη νόμιμη αμοιβή. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν καταλαμβάνουν τα συμβόλαια τα οποία συντάσσονται βάσει των διατάξεων των άρθρων 115, 117 και 118 του Κώδικα Συμβολαιογράφων.

  3. Ο συμβολαιογράφος δικαιούται να πάρει το μισό της νόμιμης αμοιβής για το συμβόλαιο ή την πράξη που συνέταξε ύστερα από εντολή των δικαιοπρακτούντων, το οποίο όμως δεν υπογράφηκε από υπαιτιότητα

οποιουδήποτε από αυτούς. Υπόχρεος για την πληρωμή είναι αυτός που έδωσε την εντολή για τη σύνταξή τους. Τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε οποιαδήποτε περίπτωση τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

  4. Ο συμβολαιογράφος έχει το δικαίωμα, μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή των ισχυόντων τελών και δικαιωμάτων που οφείλονται, να επισχέσει τα έγγραφα των δικαιοπρακτούντων που βρίσκονται στα χέρια του.

  5. Συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου που έχει συνταχθεί σε αλλοδαπό συμβολαιογράφο ή Έλληνα πρόξενο δεν μεταγράφεται αν δεν επισυναφθεί στο αντίγραφο προς μεταγραφή γραμμάτιο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, στην περιφέρειατου οποίου βρίσκεται το ακίνητο, από το οποίο να προκύπτει ότι έχουν καταβληθεί τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα από το προς μεταγραφή συμβόλαιο στο σύλλογο αυτού.

         

Άρθρο 41

Επιθεώρηση συμβολαιογράφων -

Έλεγχος κρατικών συμβολαίων

 

***βλ.Ν.4938/2023 άρθρο 29

  1.α) Η επιθεώρηση των συμβολαιογραφείων ενεργείται από τους κατά τόπους αρμόδιους εισαγγελείς πρωτοδικών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιθεωρήσεως των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

  β) Η τακτική επιθεώρηση γίνεται μία φορά το χρόνο και η έκτακτη επιθεώρηση οποτεδήποτε.

  γ) Η επιθεώρηση γίνεται μόνο στο γραφείο του συμβολαιογράφου.

  δ) Δημόσιες διαθήκες όσο ζει ο διαθέτης δεν αποτελούν αντικείμενο επιθεώρησης.

  2. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, με απόφασή του, μπορεί να ορίζει μέλη ή υπαλλήλους του Συλλόγου να ενεργούν ελέγχους στους συμβολαιογράφους της περιφέρειάς τους για να διαπιστώνεται η συμμόρφωση προς τις διατάξεις αυτού του Κώδικα που αφορούν τα κρατικά συμβόλαια και κάθε άλλου νόμου που έχει σχέση με την εγκυρότητα και τη σύννομη κατάρτιση όλων των συμβολαιογραφικών πράξεων.

         

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΩΝ

 

Άρθρο 42

Έννοια πειθαρχικού αδικήματος.

 

  1. Κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ή συμπεριφορά εν γένει του συμβολαιογράφου, που αντίκειται στις διατάξεις αυτού του Κώδικα ή που είναι ασυμβίβαστη προς το λειτούργημά του, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

  2. Οι υποχρεώσεις των συμβολαιογράφων προσδιορίζονται από τις γενικές και ειδικές διατάξεις που αναφέρονται στην άσκηση του λειτουργήματός τους, στην οργάνωση και λειτουργία των συμβολαιογραφείων και γενικά στην υπηρεσιακή τους κατάσταση.

  3. Οι εγκύκλιες οδηγίες ή διαταγές, που δίνονται στους συμβολαιογράφους σύμφωνα με το νόμο, καθώς και αυτές που αφορούν θέματα οργάνωσης, λειτουργίας των συμβολαιογραφείων και υπηρεσιακής κατάστασης των συμβολαιογράφων δημιουργούν υποχρεώσεις γι' αυτούς.

       

Άρθρο 43

Πειθαρχικά αδικήματα.

 

  Πειθαρχικά αδικήματα του συμβολαιογράφου είναι:

   1. α) Η παράβαση των υποχρεώσεων και απογορεύσεων που προβλέπονται από το νόμο και από τις λοιπές κανονιστικές διατάξεις ή εγκύκλιες διαταγές και συνδέονται με την υπηρεσιακή κατάσταση του

συμβολαιογράφου.

  β) Η παράβαση των κανόνων που επιβάλλονται από το νόμο και από τις

λοιπές κανονιστικές διατάξεις για την άσκηση του λειτουργήματός του και των συναφών σ' αυτό υπηρεσιακών ενεργειών.

  γ) Η παράβαση των κανόνων που προβλέπουν την οργάνωση, έδρα και

λειτουργία των συμβολαιογραφείων.

  δ) Κάθε υπαίτια συμπεριφορά, ασυμβίβαστη μετην ιδιότητά του, η οποία καταφανώς πλήττει το κύρος του ή θίγει το γόητρο του σώματος.

  ε) Η παράβαση των κανόνων συμβολαιογραφικής δεοντολογίας και των νόμιμων οδηγιών των δημοσίων αρχών, της Συντονιστικής Επιτροπής των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, καθώς και των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

  2. Η συνδικαλιστική δραστηριότητα ουδέποτε αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.

        

Άρθρο 44

Πειθαρχικές ποινές.

 

  Πειθαρχικές ποινές είναι:

  α) Η έγγραφη επίπληξη.

  β) Πρόστιμο ποσού είκοσι χιλιάδων δραχμών έως τριακοσίων χιλιάδων δραχμών. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

  γ) Προσωρινή παύση δεκαπέντε ημερών έως τεσσάρων μηνών.

  δ) Η οριστική παύση.

 

Άρθρο 45

Επιβολή οριστικής παύσης.

 

  Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών αδικημάτων, τα οποία από τις συνθήκες διάπραξής τους και του διαπιστωμένου βαθμού υπαιτιότητας του διωκόμενου συμβολαιογράφου μαρτυρούν έλλειψη συνείδησης των βασικών του υποχρεώσεων. Ενδεικτικά η ποινή αυτή επιβάλλεται σε περιπτώσεις: α) τέλεσης αδικημάτων, τα οποία αποτελούν κωλύματα διορισμού κατά το άρθρο 23 του παρόντος, β) σκόπιμης και καθ' υποτροπή καθυστέρησης απόδοσης των δικαιωμάτων από κρατικά συμβόλαια στον οικείο Σύλλογο ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, γ) ύπαρξης αριθμού στο ευρετήριο χωρίς αντίστοιχη και συνεχή καταχώριση πράξης, δ) παράλειψης άμεσης συμπλήρωσης του ονοματεπωνύμου, του τελευταίου υπερθεματιστή, στην έκθεση πλειστηριασμού και ε) αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, πέραν του εξαμήνου.

 

Άρθρο 46

Πειθαρχικό αδίκημα κατ' εξακολούθηση.

 

  Για το πειθαρχικό αδίκημα που τελείται από τον ίδιο συμβολαιογράφο με περισσότερες χρονικά διαφέρουσες πράξεις, επιβάλλεται μία ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων που συγκροτούν το αδίκημα..

 

Άρθρο 47

Απαγόρευση δεύτερης δίωξης.

 

  Κανείς δε διώκεται δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα.

         

Άρθρο 48

Καθορισμός και επιμέτρηση ποινής.

 

  1. Μόλις διαπιστωθεί και καταλογιστεί πειθαρχικό αδίκημα, η ποινή που επιβάλλεται και η επιμέτρησή της εντός των ορίων που διαγράφονται από το νόμο προσδιορίζονται:

  α) Από τη βαρύτητα του αδικήματος και των συνεπειών τις οποίες αυτό είχε, καθώς και από τον αντίκτυπό του στην άψογη άσκηση των έργων του συμβολαιογράφου και του γοήτρου του σώματος.

  β) Από την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του διωκόμενου.

  γ) Από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα και γενικά από τις συνθήκες που επικρατούν.

  δ) Από την πείρα του διωκόμενου συμβολαιογράφου.

  2. Αδίκημα ελαφράς φύσεως, οφειλόμενο σε αμέλεια του διωκόμενου, μπορεί κατά την κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου να μείνει ατιμώρητο

μετά από εκτίμηση και των συνθηκών υπό τις οποίες διαπράχθηκε, αλλά γίνεται περί τούτου ειδική μνεία στην απόφαση.

 

 

Άρθρο 49

Συνολική ποινή.

 

  1. Σε περίπτωση συρροής πολλών συνεκδικαζόμενων πειθαρχικών αδικημάτων, μετά τον προσδιορισμό της αρμόζουσας ποινής για καθένα από τα συρρέοντα αδικήματα, επιβάλλεται μια συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από αυτές που προσδιορίσθηκαν και επαυξάνεται σύμφωνα με την κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου έως το ανώτατο όριό της, αν συντρέχει περίπτωση.

  2. Πολλές ποινές συναφών πειθαρχικών αδικημάτων, που έχουν εκδικαστεί ξεχωριστά, συγχωνεύονται κατά την εκδίκαση του τελευταίου σε μία ποινή. Ως βάση λαμβάνεται η βαρύτερη των επί μέρους ποινών, η οποία επαυξάνεται ανάλογα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 1. Η τυχόν απότιση κάποιας από τις επί μέρους ποινές αφαιρείται από τη συνολική ποινή.

 

Άρθρο 50

Υποτροπή.

 

  1. Αν επιβλήθηκε σε συμβολαιογράφο ποινή προστίμου ή προσωρινής παύσης, η διάπραξη άλλου πειθαρχικού αδικήματος από τον ίδιο, πριν από τη διαγραφή της ποινής αυτής σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 4 του παρόντος, συνιστά υποτροπή.

  2. Σε περίπτωση υποτροπής το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί είτε να επαυξήσει τη νέα πειθαρχική ποινή που έχει επιβληθεί έως το ανώτατο όριό της, αν συντρέχει περίπτωση, είτε, αν εκτιμήσει ως ιδιαίτερα επιβαρυντική την καθ' υποτροπή διάπραξη του νεότερου αδικήματος, να κρίνει ως επιβλητέα βαρύτερη πειθαρχική ποινή έως και την οριστική παύση, για την οποία όμως θα αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο.

 

Άρθρο 51

Διάρκεια πειθαρχικής εξουσίας.

 

  1. Η πειθαρχική εξουσία επί του συμβολαιογράφου γεννάται από την ολοκλήρωση του διορισμού και εκλείπει με την αποχώρησή του από την υπηρεσία, με οποιονδήποτε τρόπο συντελεστεί αυτή.

  2. Η τέλεση μη νόμιμης πράξης από συμβολαιογράφο πριν από το διορισμό του, η οποία έχει σχέση με τις προϋποθέσεις του διορισμού του ή τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από το διορισμό.

 

Άρθρο 52

Ειδικά θέματα.

 

  1. Η άρση του ποινικά κολασίμου της πράξης με οποιονδήποτε τρόπο ή η μεταβολή των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν καταργούν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης εφόσον δεν υπάρξει ρητή γι' αυτό μνεία στο σχετικό διάταγμα.

  2. Για αδίκημα που έχει κριθεί τελεσίδικα από τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια δεν επιτρέπεται η άσκηση νέας πειθαρχικής δίωξης και αυτή που ασκήθηκε τίθεται στο αρχείο.

  3. Εάν εκκρεμεί στα ποινικά δικαστήρια δίκη που έχει σχέση με πειθαρχική δίωξη συμβολαιογράφου, η πειθαρχική δίκη μπορεί να αναβληθεί ώσπου να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δύναται να ανακληθεί.

 

Άρθρο 53

Εξάλειψη του αξιοποίνου.

 

  1. Τα πειθαρχικά αδικήματα των συμβολαιογράφων παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεσή τους.

  2. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται με την κοινοποίηση της πειθαρχικής αγωγής, ο χρόνος όμως της αναστολής αυτής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύo έτη έως την οριστική αποφαση για την πειθαρχική δίωξη.

  3. Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται αν τελεστεί άλλο πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση της έγερσης της πειθαρχικής αγωγής εξαιτίας εκείνου.

  4. Πειθαρχικό αδίκημα που είναι συγχρόνως και ποινικό δεν παραγράφεται πριν από την παρέλευση του χρόνου για την παραγραφή του ποινικού αδικήματος. Η παραγραφή του πειθαρχικού αδικήματος αναστέλλεται για όλο το χρονικό διάστημα από την άσκηση της ποινικής δίωξης μέχρι την έκδοση αμέτακλητης δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος.

 

Άρθρο 54

Λήξη πειθαρχικής ευθύνης.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος, που αποχώρησε από την υπηρεσία με οποιονδήποτε τρόπο, δε διώκεται πειθαρχικά. Η πειθαρχική δίκη, που άρχισε πριν από την αποχώρησή του με την κοινοποίηση της πειθαρχικής αγωγής, συνεχίζεται, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου, έως την έκδοση οριστικής απόφασης.

  2. Η καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παραπάνω

διαδικασία παραμένει ανεκτέλεστη, επιδίδεται όμως σε αυτόν που τιμωρείται και τίθεται στον ατομικό του φάκελο.

 

Άρθρο 55

Μεταβολή νομοθετικού καθεστώτος.

 

  1. Αν η πράξη του συμβολαιογράφου, που συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, χαρακτηρισθεί ατιμώρητη με μεταγενέστερο νόμο, τότε παύει η εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα υπηρεσιακά αυτής επακόλουθα.

  2. Αν ο νεότερος νόμος επιβάλλει ηπιότερη πειθαρχική ποινή, η ευθύνη του συμβολαιογράφου που διώκεται πειθαρχικά κρίνεται με τις ευμενέστερες διατάξεις του νόμου αυτού.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Άρθρο 56

Όργανα άσκησης πειθαρχικής δικαιοδοσίας.

 

  1. Η πειθαρχική δικαιοδοσία των συμβολαιογράφων ασκείται από δικαστήρια και πειθαρχικά συμβούλια.

  2. Τα δικαστήρια που ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία είναι τα εφετεία με πενταμελή σύνθεση.

  3. Τα Συμβούλια που ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία είναι:

  α) Τα τριμελή πειθαρχικά συμβούλια στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και

  β) Τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια στην έδρα κάθε εφετείου.

 

Άρθρο 57

Αρμοδιότητες δικαστηρίων.

 

  1. Τα πενταμελή εφετεία είναι αρμόδια για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης στους συμβολαιογράφους που υπηρετούν στην περιφέρειά τους.

  2. Τα δικαστήρια που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο έχουν ως έργο την κρίση βαρέων πειθαρχικών αδικημάτων και μόνο μετά την παραπομπή τους από τα πειθαρχικά συμβούλια. Αν το δικαστήριο κρίνει τελικά τον υπαίτιο του πειθαρχικού αδικήματος συμβολαιογράφο άξιο τιμωρίας, με ποινή όμως κατώτερη από την οριστική παύση, επιβάλλει την προσήκουσα ποινή σύμφωνα με την κρίση του, χωρίς να δεσμεύεται από την απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου σχετικά με την παραπομπή.

                             

Άρθρο 58

Αρμοδιότητες πειθαρχικών συμβουλίων.

 

  1. Τα τριμελή πειθαρχικά συμβούλια είναι αρμόδια για την κρίση, σε πρώτο βαθμό, των πειθαρχικών αδικημάτων των συμβολαιογράφων που υπηρετούν στην περιφέρειά τους, καθώς και για την επιβολή όλων των πειθαρχικών ποινών, εκτός από την οριστική παύση. Σε περίπτωση μετάθεσης συμβολαιογράφου σε θέση που βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου πρωτοδικείου πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό για την πειθαρχική αγωγή που έχει ήδη ασκηθεί, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο εξακολουθεί να έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση της πειθαρχικής αυτής υπόθεσης.

  2. Τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια είναι αρμόδια σε δεύτερο βαθμό για την κρίση εφέσεων κατά αποφάσεων των τριμελών πειθαρχικών συμβουλίων της περιφέρειας του εφετείου, τα οποία αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.

 

Άρθρο 59

Σύνθεση πειθαρχικών δικαστηρίων.

 

  Τα πενταμελή εφετεία για την άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας κατά συμβολαιογράφων συντίθενται κατά τις σχετικές διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

 

Άρθρο 60

Σύνθεση πειθαρχικών συμβουλίων.

 

  1. Το τριμελές πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, έναν πρωτοδίκη και ένα συμβολαιογράφο ή τους αναπληρωτές τους.

  2. Το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο εφέτες και δύo συμβολαιογράφους ή τους αναπληρωτές τους.

  3. Οι συμβολαιογράφοι ορίζονται για μία τριετία με τους αναπληρωτές τους από το διοικητικό συμβούλιο του αρμόδιου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου από εκείνους που έχουν τουλάχιστον δεκαετή υπηρεσία. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του οικείου δικαστηρίου.

 

Άρθρο 61

Κωλύματα συμμετοχής.

 

  1. Στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο ή στο δικαστήριο για εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης δεν μετέχουν.

  α) Εκείνοι εναντίον των οποίων στρέφεται το πειθαρχικό αδίκημα.

  β) Οι κατ' ευθεία γραμμή εξ αίματος απεριορίστως ή εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό συγγενείς, καθώς και ο σύζυγος του διωκόμενου ή του καθ'ου στρέφεται το αδίκημα.

  γ) Εκείνος που ενήργησε την ανάκριση της πειθαρχικής υπόθεσης.

  δ) Εκείνοι που εξετάστηκαν ως μάρτυρες στην υπόθεση.

  ε) Οι δικαστές που συμμετείχαν στην ποινική δίκη γι' αυτήν την πράξη.

  στ) Εκείνοι που συνδέονται με ιδιαίτερη φιλία ή που βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με τον εγκαλούμενο ή που έχουν ιδιαίτερη σχέση με την κρινόμενη υπόθεση, εξαιτίας της οποίας είναι δυνατό να δημιουργηθεί αμφιβολία σχετικά με την αμεροληψία τους.

  2. Εκείνοι, που συμμετείχαν σε συμβούλιο, το οποίο κρίνει σε πρώτο

βαθμό, κωλύονται να συμμετέχουν στην κατ' έφεση δίκη.

  3. Δεν επιτρέπεται η εξαίρεση τόσων μελών, ώστε να μην είναι δυνατή η σύνθεση του συμβουλίου από τους υπόλοιπους.

  4. Ο δικαστικός λειτουργός ή ο συμβολαιογράφος στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού του για τους λόγους που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, υπέχει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 23 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμοζομένου αναλόγως.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

 

Άρθρο 62

Αυτοτέλεια πειθαρχικής δίκης.

 

  1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.

  2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί πάντως, εν όψει των συνθηκών της κρινόμενης υπόθεσης, να διατάξει την αναστολή έως το τέλος της ποινικής δίκης.

  3. Η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ως και το απαλλακτικό βούλευμα, δεν κωλύει το πειθαρχικό συμβούλιο να επιληφθεί της πειθαρχικής δίωξης δικαιούμενο να λάβει υπόψη τη σχετική ποινική δικογραφία.

 

Άρθρο 63

Δίωξη των πειθαρχικών αδικημάτων.

 

  1. Η δίωξη των πειθαρχικών αδικημάτων ασκείται αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών.

  2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να παραγγείλει τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών να ασκήσει πειθαρχική δίωξη κατά συμβολαιογράφου για συγκεκριμένn πράξη ή παράλειψη.

  3. Τα τριμελή πειθαρχικά συμβούλια επιλαμβάνονται να δικάσουν μια υπόθεση μόνο όταν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά ορισμένου συμβολαιογράφου. Τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια επιλαμβάνονται υποθέσεων κατά αποφάσεων τριμελούς πειθαρχικού συμβουλίου μόνον όταν ασκηθεί ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα πρωτοδικών, τον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο και τον συμβολαιογράφο που τιμωρήθηκε.      

   Τα πειθαρχικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υποθέσεως μόνον όταν τα τριμελή ή πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια παραπέμψουν σε αυτά την υπόθεση.

 

Άρθρο 64

Πειθαρχική διαδικασία.

 

  Η προδικασία και η κύρια διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων είναι μυστική. Η προδικασία ενώπιον των πειθαρχικών δικαστηρίων είναι μυστική, ενώ η κύρια διαδικασία και η δημοσίευση της απόφασης γίνεται δημόσια.

  Κατά τη διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων επιτρέπεται η παράσταση με συνήγορο.

  Η πειθαρχική διαδικασία σε όλα τα στάδια διεξάγεται ατελώς και δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

Άρθρο 65

Συνάφεια και συναιτιότητα.

 

  1. Περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα που διαπράττονται από τον ίδιο συμβολαιογράφο εκδικάζονται κατά την ίδια πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο που δικάζει το βαρύτερο πειθαρχικό αδίκημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα υπόλοιπα.

  2. Επί συμμετοχής πολλών συμβολαιογράφων στο ίδιο πειθαρχικό αδίκημα, η πειθαρχική δίκη διεξάγεται για όλους ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου που έχει επιληφθεί πρώτο και είναι αρμόδιο για τον έναν από αυτούς.

 

Άρθρο 66

Εκθέσεις - Επιδόσεις.

 

  1. Για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης κατά την πειθαρχική διαδικασία συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τα άρθρα 148-153 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  2. Η επίδοση και η κοινοποίηση των εγγράφων της πειθαρχικής διαδικασίας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 155-163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

 

Άρθρο 67

Άσκηση πειθαρχικής δίωξης.

 

  1. Ο αρμόδιος εισαγγελέας μόλις λάβει γνώση, είτε άμεσα με προσωπική αντίληψη ή από στοιχεία που φτάνουν απευθείας σε αυτόν , είτε ύστερα από αναφορά ή γνωστοποίηση από μέρους του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή άλλης αρχής, σχετικά με την τέλεση από συμβολαιογράφο πράξης, η οποία εμφανίζεται ως πειθαρχικό αδίκημα, έχει υποχρέωση να ασκήσει πειθαρχική αγωγή, αν τα περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση του μπορούν να τη στηρίξουν.

  2. Η υπόθεση τίθεται στο αρχείο αν τα στοιχεία που φτάνουν στον εισαγγελέα, καθώς και εκείνα που συλλέγονται από τον ίδιο, δεν πιθανολογούν διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος ή δεν μπορούν να επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειφης του αξιοποίνου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης.

  3. Σε όλως ελαφρά αδικήματα, τα οποία θα δικαιολογούσαν προδήλως μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια εκείνου που την ασκεί, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τη γενική διαγωγή του

συμβολαιογράφου στην υπηρεσία.

 

Άρθρο 68

Προκαταρκτική εξέταση.

 

  1. Ο κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών προς διαπίστωση τέλεσης πειθαρχικού αδικήματος έχει το δικαίωμα να ενεργήσει προκαταρκτική εξέταση είτε ο ίδιος είτε δι' ενός άλλου δικαστικού λειτουργού της περιφέρειάς του.

  2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει το παραπάνω δικαίωμα δια του αρμοδίου εισαγγελέως πρωτοδικών.

  3. Κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης λαμβάνονται οι αναγκαίες μαρτυρικές καταθέσεις, ζητούνται από πρόσωπα ή τη δημόσια

αρχή τα σχετικά με την ερευνόμενη υπόθεση στοιχεία και καλείται ο εμπλεκόμενος συμβολαιογράφος, αφού προηγουμένως λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου που σχηματίστηκε εναντίον του, να δώσει έγγραφες εξηγήσεις για την πράξη που φέρεται ότι τέλεσε.

  4. Αν ο εισαγγελέας πρωτοδικών από τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί πεισθεί ότι δεν τελέστηκε από τον εγκαλούμενο συμβολαιογράφο πειθαρχικό αδίκημα, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα και θέτει το φάκελο που σχηματίσθηκε στο αρχείο.

 

Άρθρο 69

Έναρξη πειθαρχικής δίωξης.

 

  1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την έγερση της πειθαρχικής αγωγής.

  2. Η πειθαρχική αγωγή πρέπει να περιέχει:

  α) Το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκόμενου.

  β) Πλήρη και ακριβή προσδιορισμό των πράξεων οι οποίες στοιχειοθετούν το πειθαρχικό αδίκημα που του αποδίδεται.

  γ) Περιγραφή των περιστατικών που είναι συναφή με τις πράξεις αυτές, των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβησαν, καθώς και τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν τις παραβάσεις.

  3. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο αρμόδιο τριμελές πειθαρχικό συμβούλιο και συνοδεύεται από την πειθαρχική δικογραφία που σχηματίστηκε και από τα στοιχεία που υπάρχουν.

  4. Ανάκληση πειθαρχικής αγωγής που έχει ήδη ασκηθεί δεν επιτρέπεται.

 

Άρθρο 70

Περάτωση πειθαρχικής δίωξης.

 

  Η πειθαρχική δίωξη περατώνεται με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου ή δικαστηρίου επί της πειθαρχικής αγωγής.

 

 

Άρθρο 71

Ορισμός εισηγητή.

 

  1. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ορίζει έναν από τους μετέχοντες δικαστές ως εισηγητή. Η πράξη ορισμού του εισηγητή μαζί με αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής κοινοποιείται με επίδοση στον εγκαλούμενο.

  2. Σε περίπτωση κωλύματος του εισηγητή, ο πρόεδρος τον αντικαθιστά με άλλο μέλος του συμβουλίου σε κάθε στάση της προδικασίας.

  3. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να ζητήσει, μέσα σε τρεις ημέρες αφότου

κοινοποιηθεί σ' αυτόν η πράξη ορισμού εισηγητή, την εξαίρεση του τελευταίου, αναφέροντας τους λόγους εξαίρεσης. Σχετικά με την αίτηση εξαίρεσης αποφαίνεται το πειθαρχικό συμβούλιο στη σύνθεση του οποίου δε μετέχει ο δικαστής, του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση αντικαθίσταται ο εισηγητής δικαστής από τον αναπληρωτή του που ορίζεται και εισηγητής.

  4. Ο εγκαλούμενος μπορεί να ζητήσει μόνο μία φορά την εξαίρεση του εισηγητή.

 

Άρθρο 72

Κλήση σε απολογία.

 

  1. Ο εισηγητής, αφού λάβει γνώση της δικογραφίας, καλεί τον εγκαλούμενο σε απολογία για το αδίκημα που του αποδίδεται

  2. Στην κλήση τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε ημέρες. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έπειτα από αίτηση του εγκαλούμενου έως το τριπλάσιο από αυτήν που έχει ταχθεί.

 

Άρθρο 73

Απολογία.

 

  1. Ο εγκαλούμενος πριν απολογηθεί δικαιούται να λάβει γνώση της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί, καθώς και να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα των εγγράφων που βρίσκονται στη δικογραφία.

  2. Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως στον εισηγητή και συντάσσεται προς τούτο σχετική έκθεση εγχειρίσεως ή αποστέλλεται ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή.

  Στην απολογία του ο εγκαλούμενος μπορεί να προτείνει μάρτυρες, να ζητήσει την εξέτασή του κατ' αντιπαράσταση με άλλους, να αναφέρει την

ύπαρξη κρίσιμων εγγράφων ή άλλων στοιχείων που βρίσκονται σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή και με τα οποία πρέπει να συμπληρωθεί η πειθαρχική δικογραφία.

  4. Η απολογία του εγκαλούμενου συνοδεύεται από κάθε στοιχείο που αυτός έχει στη διάθεσή του και με το οποίο αυτή ενισχύεται. Ο εγκαλούμενος μπορεί να ζητήσει εύλογη προθεσμία όχι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών για τη συμπληρωματική υποβολή στοιχείων που δεν βρίσκονται στην κατοχή του.

 

Άρθρο 74

Ορισμός ανακριτή.

 

  Αν μετά την απολογία του εγκαλούμενου τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία κρίνονται από τον εισηγητή και από τον πρόεδρο επαρκή για την εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, ενεργούνται όσα ορίζονται στο άρθρο 80 του παρόντος. Στην περίπτωση όμως που αυτά τα στοιχεία κρίνονται ανεπαρκή, ο πρόεδρος παραγγέλλει τον εισηγητή να διενεργήσει ανάκριση.

 

Άρθρο 75

Διενέργεια ανάκρισης.

 

  1. Η ανάκριση αποβλέπει στη συλλογή κάθε πρόσφορου αποδεικτικού μέσου και στη διερεύνηση όλων των πραγματικών δεδομένων, από τα οποία μπορεί να εξαρτηθεί η κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου.

  2. Αποδεικτικά μέσα κυρίως είναι:

  α) Οι μάρτυρες.

  β) Η ομολογία του εγκαλούμενου.

  γ) Η αυτοψία.

  δ) Η πραγματογνωμοσύνη.

  ε) Τα έγγραφα.

  3. Για κάθε ανακριτική πράξη που μπορεί να αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα της προηγούμενης παραγράφου με στοιχεία α' έως και δ' συντάσσεται έκθεση.

  4. Αντικείμενο ανακριτικής πράξης δεν επιτρέπεται να αποτελέσει υπηρεσιακό ή επαγγελματικό απόρρητο, αν δεν συναινεί στην ανακοίνωσή του η αρμόδια αρχή ή το αρμόδιο επαγγελματικό όργανο.

  5. Ο ανακριτής εισηγητής ενεργεί τις ανακριτικές πράξεις στην έδρα του αυτοπροσώπως. Σε περίπτωση διενέργειας ανακριτικής πράξης εκτός έδρας του ανακριτή και αν αυτός δεν κρίνει αναγκαία τη μετακίνησή του,

μπορεί να παραγγείλει τη διενέργειά της από δικαστικό λειτουργό που υπηρετεί στην περιφέρεια στην οποία θα ενεργηθεί η ανακριτική πράξη.

  6. Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί ο δικαστικός υπάλληλος που ορίζεται από εκείνον που ενεργεί την ανακριτική πράξη.

 

Άρθρο 76

Εξέταση μαρτύρων και εγκαλούμενου.

 

  1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους κατά τον τύπο που προβλέπεται από τα άρθρα 218 και 220 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Χωρίς όρκο εξετάζονται όσοι ορίζονται στο άρθρο 221 από τα στοιχεία α' έως και γ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  2. Η μη εμφάνιση ή άρνηση κατάθεσης του μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα για απείθεια. Εύλογη αιτία θεωρείται η ιδιότητα συζύγου και η συγγένεια του μάρτυρα με τον εγκαλούμενο σε ευθεία γραμμή απεριορίστως ή έως και τον τέταρτο βαθμό εκ πλαγίου.

  3. Η εξέταση περισσότερων από πέντε μάρτυρες, που προτείνονται από τον εγκαλούμενο, απόκειται στην κρίση του ανακριτή. Κατά τα λοιπά στην εξέταση μαρτύρων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 213 έως 217 και 223 έως 227 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  4. Κατά την ανάκριση καλείται υποχρεωτικά για εξέταση από τον ανακριτή και ο εγκαλούμενος. Η εξέτασή του ενεργείται χωρίς να ορκιστεί. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του εγκαλούμενου για εξέταση δεν κωλύει την πρόοδο της ανάκρισης.

  5. Πριν από την εξέταση ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης και κατά τη διάρκειά της μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που ορίζονται στο άρθρο 73 του παρόντος.

         

Άρθρο 77

Αυτοψία - Πραγματογνωμοσύνη.

 

  1. Η αυτοψία ενεργείται είτε από τον ανακριτή είτε, κατά πρότασή του, από ολόκληρο το πειθαρχικό συμβούλιο, για άμεση διαπίστωση των πραγματικών συνθηκών τέλεσης του πειθαρχικού αδικήματος ή άλλων συναφών με αυτό στοιχείων.

  2. Η εξέταση δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή ενεργείται στο γραφείο όπου αυτά φυλάσσονται.

  3. Πραγματογνώμονες ορίζονται δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι ή στρατιωτικοί ή επιστήμονες ή τεχνικοί από τον πίνακα που αναφέρεται στο άρθρο 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όταν ενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις "Περί δημοσίου λογιστικού".

  4. Επί αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης εφαρμόζονται ανάλογα οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

         

Άρθρο 78

Αναζήτηση εγγράφων.

 

  1. Ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει από οποιαδήποτε δημόσια αρχή την παροχή πληροφοριών ή την αποστολή πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων για αντικείμενα που ανάγονται στην αρμοδιότητά της ή αντιγράφων των εγγράφων που βρίσκονται σε αυτή.

  2. Έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ιδιώτη μπορούν να ζητηθούν από τον ανακριτή και επιστρέφονται σε αυτόν υποχρεωτικά στο τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο ανακριτής έχει υποχρέωση να χορηγήσει στον ιδιώτη απόδειξη παραλαβής των εγγράφων και αντίγραφο αυτών ατελώς.

  3. Η άρνηση της παράδοσης εγγράφων για παροχή πληροφοριών τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα.

         

Άρθρο 79

Πέρας της ανάκρισης.

 

  Μετά το τέλος της ανάκρισης, ο ανακριτής μέσα σε ένα μήνα υποβάλλει το φάκελο στον πρόεδρο του συμβουλίου μαζί με το πόρισμά του για όλο το νομικό και πραγματικό μέρος της υπόθεσης.

  

Άρθρο 80

Ορισμός δικασίμου - Κλήση εγκαλούμενου.

 

  1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου αφού παραλάβει το φάκελο μετά την περάτωση της ανάκρισης ή αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν είναι αναγκαία, ορίζει με πράξη του δικάσιμο για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία κοινοποιείται με απόδειξη σε όλα τα μέλη αυτού. Η δικάσιμος αυτή δεν μπορεί να απέχει χρονικά λιγότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες και περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση.

  2. Η πράξη της προηγούμενης παραγράφου κοινοποιείται και στον εγκαλούμενο με κλήση δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο για να προσέλθει και λάβει γνώση της δικογραφίας και να παρασταθεί κατά τη συζήτηση. Περί του ότι ο εγκαλούμενος έλαβε γνώση της δικογραφίας συντάσσεται έκθεση.

  3. Η πρόοδος της πειθαρχικής δίκης δεν εμποδίζεται αν ο εγκαλούμενος δεν προσέλθει να λάβει γνώση της δικογραφίας πριν από τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου.

  4. Ο πρόεδρος του συμβουλίου αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του εγκαλούμενου μπορεί να καλέσει ενώπιον του συμβουλίου μάρτυρες.

 

Άρθρο 81

Συνεδρίαση πειθαρχικού συμβουλίου.

 

  1. Με την έναρξη της συνεδρίασης βεβαιώνεται η νόμιμη σύνθεση του συμβουλίου και η παρουσία του εγκαλούμενου.

  2. Εφόσον προκύπτει ότι οι προσκλήσεις των μελών του συμβουλίου, καθώς και η κλήση του εγκαλούμενου, δεν έγιναν όπως αρμόζει ή εμπροθέσμως ή ότι ο εγκαλούμενος δεν προσήλθε εξαιτίας ανυπέρβλητου κωλύματος, ορίζεται νέα δικάσιμος και παραγγέλλεται η γνωστοποίησή της σε όλους.

  3. Το συμβούλιο μπορεί να αναβάλει μία φορά τη συνεδρίαση σε νέα δικάσιμο, έστω και αν δε συντρέχουν οι όροι της προηγούμενης παραγράφου, εξαιτίας της μη προσέλευσης του εγκαλούμενου ή μάρτυρα του οποίου η εμφάνιση κρίνεται από το συμβούλιο αναγκαία.

  Για τους μάρτυρες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  4. Ο εγκαλούμενος μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση έως δύo μελών, κατ' ανώτατο όριο, του πειθαρχικού συμβουλίου, αναφέροντας τους λόγους εξαίρεσης. Επί της αίτησης αυτής, που υποβάλλεται εγγράφως, έως την έναρξη της συνεδρίασης, αποφαίνεται το συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή

του μέλους του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση με αιτιολογημένη απόφαση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά.

  Τα μέλη για την εξαίρεση των οποίων αποφάνθηκε το συμβούλιο αντικαθίστανται από τους αναπληρωτές τους.

  5. Ο εισαγγελέας που ασκεί την πειθαρχική δίωξη δικαιούται να παρίσταται στη συζήτηση είτε αυτοπροσώπως είτε με άλλον εισαγγελικό λειτουργό και αποχωρεί μετά το τέλος της συζήτησης και πριν από την έναρξη της διάσκεψης.

  6. Αν δεν υπάρχει θέμα αναβολής της συνεδρίασης σύμφωνα με τα παραπάνω, το συμβούλιο προχωρεί παρουσία του εγκαλουμένου, στη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εισηγητής διαβάζει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της ανάκρισης που τυχόν διενεργήθηκε.

  Ο πρόεδρος καλεί για εξέταση τους μάρτυρες και ακολούθως δίνει το λόγο στον εγκαλούμενο για να αναπτύξει προφορικά την απολογία του και να απαντήσει στα ερωτήματα που θα του θέσει το συμβούλιο.

  Η απουσία του εγκαλούμενου δεν εμποδίζει την πρόοδο της συζήτησης της υπόθεσης.

  7. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να υποβάλει συγχρόνως υπόμνημα για συμπλήρωση της απολογίας του ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα της πειθαρχικής διαδικασίας.

 

Άρθρο 82

Διεύθυνση συζήτησης - Πρακτικά

Πειθαρχικά αδικήματα κατά τη συζήτηση

 

  1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, στον εισηγητή και στον εγκαλούμενο, απευθύνει ερωτήσεις και δίνει άδεια στα μέλη του συμβουλίου να υποβάλλουν ερωτήσεις.

  2. Για τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσεται από τον γραμματέα πρακτικό, το οποίο καθαρογράφεται και υπογράφεται από τον ίδιο και από τον πρόεδρο. Τo πρακτικό περιέχει με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και του εγκαλούμενου, καθώς και έκθεση για οποιοδήποτε γεγονός άξιο λόγου που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει την αυτολεξεί καταχώρηση ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων που έγιναν κατά τη συνεδρίαση, επιτρέποντας ενδεχομένως και την υπαγόρευσή τους.

  

Άρθρο 83

Προδικαστική απόφαση.

 

  Τo συμβούλιο εκτιμά κατ' ελεύθερη κρίση τα αποδεικτικά στοιχεία και αν τα κρίνει ανεπαρκή, μπορεί με απόφασή του να διατάξει περισσότερες αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση κοινοποιείται με επίδοση στον εγκαλούμενο και μετά το τέλος όσων διατάσσονται σ' αυτή, επαναλαμβάνεται η κύρια διαδικασία, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 80 του παρόντος.

         

Άρθρο 84

Οριστική απόφαση.

 

  1. Για την έκδοση της οριστικής απόφασης το συμβούλιο διασκέπτεται και ακολουθεί ψηφοφορία με την παρουσία και του γραμματέα..

  Αν σε κάποιο ζήτημα σχηματίζονται περισσότερες από δύο γνώμες, όσοι ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για τον εγκαλούμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας σε καθένα από τα ζητήματα που έχουν τεθεί βεβαιώνεται από το πρακτικό της διάσκεψης, το οποίο υπογράφεται από όλους τους παρισταμένους.

  2. Η οριστική απόφαση πρέπει να περιέχει τη σύνθεση του συμβουλίου,

το ονοματεπώνυμο του εγκαλούμενου, μνεία της παράστασής του ή της προσήκουσας κλήσης του, περίληψη της κατηγορίας, καθώς και την απολογία του εγκαλούμενου, που υποβλήθηκε μαζί με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς, το αιτιολογικό και το διατακτικό. Η απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά και όχι σε απλές υπόνοιες και πρέπει να αιτιολογείται τόσο για τη διαπίστωση της ενοχής όσο και για την επιβολή ή την επιμέτρηση της ποινής.

  3. Το σχέδιο της απόφασης υπογράφεται από τα μέλη του συμβουλίου και το πρωτότυπο από τον πρόεδρο και τον γραμματέα και καταχωρίζεται στο βιβλίο αποφάσεων του συμβουλίου. Ως χρόνος έκδοσης της απόφασης λαμβάνεται η ημερομηνία υπογραφής της από τον πρόεδρο.

 

Άρθρο 85

Κοινοποίηση αποφάσεων.

 

  1. Η οριστική απόφαση επιδίδεται στον εγκαλούμενο με φροντίδα του γραμματέα μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την έκδοσή της.

  2. Η αναφερόμενη απόφαση κοινοποιείται και στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο και σε όσους έχουν το δικαίωμα έφεσης.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

 

Άρθρο 86

Έφεση.

 

  1. Οι οριστικές αποφάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας υπόκεινται σε έφεση.

  2. Δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης του τριμελούς πειθαρχικού συμβουλίου έχει ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο εισαγγελέας που άσκησε την πειθαρχική δίωξη.

  3. Ο συμβολαιογράφος που διώχθηκε πειθαρχικά έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης.

  4. Την έφεση την ασκεί ο συμβολαιογράφος που καταδικάστηκε πειθαρχικά, μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση σ' αυτόν της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο εισαγγελέας που άσκησε τη δίωξη, μέσα σ' ένα μήνα από την κοινοποίηση σε αυτούς της απόφασης, πάντως όχι παραπάνω από ένα δίμηνο από την έκδοση της απόφασης. Η προθεσμία αναστέλλεται σε περίπτωση ανώτερης βίας και για όσο χρόνο διαρκεί αυτή και από 1 έως 31 Αυγούστου κάθε έτους.

  5. Η έφεση ασκείται με την κατάθεση στο γραμματέα του συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού συνταχθεί σχετική έκθεση. Όσοι σύμφωνα με την παράγραφο 2 έχουν δικαίωμα έφεσης, μπορούν να την ασκήσουν και με έγγραφο που απευθύνεται προς τον αναφερόμενο γραμματέα, ενώ ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί και με παραγγελία προς τον αρμόδιο εισαγγελέα.

  Ο εγκαλούμενος μπορεί να ασκήσει την έφεσή του και με κατάθεση αυτής σε ταχυδρομικό γραφείο με συστημένη επιστολή.

  6. Με την άσκηση έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο αρμόδιο συμβούλιο, το οποίο, αν εκκαλών είναι μόνο ο εγκαλούμενος, δεν μπορεί

να καταστήσει τη θέση του χειρότερη.

  7. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.

  8. Ως προς τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων , τα δικαιώματα του εγκαλούμενου, την έκδοση και επίδοση της απόφασης σε αυτόν ισχύουν ανάλογα όσα ορίζονται παραπάνω, προκειμένου για πρωτοβάθμια συμβούλια. Στην κατ' έφεση δίκη ο εγκαλούμενος δεν καλείται ξανά σε απολογία.

  9. Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατ' έφεση δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, εκτός από την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης.

 

Άρθρο 87

Επανάληψη πειθαρχικής δίκης.

 

  Για κάθε αμετάκλητη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου ζητείται η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης:

  1. Αν μετά την έκδοση καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στοιχεία ή ανατράπηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση τα στοιχεία που είχαν ληφθεί υπόψη για την έκδοση καταδικαστικής ή αντίστοιχα αθωωτικής απόφασης.

  2. Την επανάληφη της πειθαρχικής δίκης ζητεί στην περίπτωση της καταδικαστικής απόφασης ο συμβολαιογράφος που καταδικάστηκε και στην περίπτωση της αθωωτικής απόφασης ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

  3. Από τον καταδικασθέντα η αίτηση ασκείται με κατάθεση δικογράφου στο γραμματέα του συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση και συντάσσεται σχετική έκθεση.

  Από τον Υπουργό Δικαιοσύνης η αίτηση ασκείται και με έγγραφο που απευθύνεται προς τον αναφερόμενο γραμματέα ή με παραγγελία προς τον αρμόδιο εισαγγελέα.

  4. Η μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης εκείνου ο οποίος διώχθηκε δεν επιδρά στην αρμοδιότητα του παραπάνω συμβουλίου για την επανάληψη της δίκης.

  5. Κατά την επανάληφη της δίκης τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 80 έως 84. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από αίτηση του διωχθέντος συμβολαιογράφου με συνημμένη την σε βάρος του εκδοθείσα καταδικαστική απόφαση ή του Υπουργού Δικαιοσύνης που εμφανίζει αντίστοιχη αθωωτική απόφαση ή εκείνη που κρίθηκε σαν αδικαιολόγητα επιεικής.

  6. Σε κάθε περίπτωση η αίτηση για επανάληφη της διαδικασίας απευθύνεται και εκδικάζεται από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

                         

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

 

Άρθρο 88

Αποφάσεις που υπόκεινται σε εκτέλεση.

 

  1. Οι πειθαρχικές αποφάσεις εκτελούνται όταν καταστούν αμετάκλητες.

  2. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διαβιβάζει αντίγραφο της απόφασης, που εξέδωσε το συμβούλιο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στον εισαγγελέα που άσκησε πειθαρχική δίωξη για να εποπτεύσει την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε και στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο, στον οποίο υπάγεται ο εγκαλούμενος συμβολαιογράφος. Οι αμετάκλητες αποφάσεις καταχωρούνται στον ατομικό φάκελο του συμβολαιογράφου.

  Οι δικογραφίες φυλάσσονται στο αρχείο του συμβουλίου που εξέδωσε τη σχετική απόφαση.

  3. Σε κάθε Συμβολαιογραφικό Σύλλογο τηρείται βιβλίο θεωρημένο από τον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, στο οποίο σημειώνονται οι πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν στους συμβολαιογράφους της περιφέρειας του συλλόγου. Στο αλφαβητικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται οι αποφάσεις κάθε περίπτωσης και τα αντίγραφα των αποφάσεων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο τοποθετούνται στο φάκελο κάθε συμβολαιογράφου.

  Για τις πειθαρχικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την ισχύ του Κώδικα αυτού οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι υποχρεούνται να ζητήσουν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ή από τους αρμόδιους εισαγγελείς πρωτοδικών και εφετών να τους χορηγήσουν αντίγραφα των αποφάσεων αυτών ατελώς για την καταχώρηση των ποινών στο παραπάνω βιβλίο και την τοποθέτησή τους στον ατομικό φάκελο του συμβολαιογράφου που αφορούν.

  4. Μετά ένα χρόνο από τη δημοσίευση του Κώδικα αυτού ο αρμόδιος εισαγγελέας της πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να ζητήσει από το σύλλογο αντίγραφο της πειθαρχικής κατάστασης του εγκαλούμενου συμβολαιογράφου. Στο αποστελλόμενο αντίγραφο της πειθαρχικής κατάστασης δεν αναγράφεται η ποινή της επίπληξης μετά πενταετία από την αμετάκλητη απόφαση, του προστίμου μετά δεκαετία και της προσωρινής παύσης μετά δεκαπενταετία.

         

Άρθρο 89

Εκτέλεση ποινών.

 

  1. Οι αμετάκλητες πειθαρχικές αποφάσεις εκτελούνται με επιμέλεια του αρμόδιου εισαγγελέα.

  2. Η ποινή της επίπληξης εκτελείται με την επίδοση σε αυτόν που τιμωρήθηκε της αμετάκλητης απόφασης που του επιβάλλει το πειθαρχικό συμβούλιο.

  3. Η ποινή του προστίμου εκτελείται από τον αρμόδιο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο με αυτούσια καταβολή ή παρακράτηση του ποσού από τη διανομή των κρατικών συμβολαίων. Τα ποσά που οφείλονται από αυτήν την αιτία αποτελούν πόρο του κλάδου Υγείας του Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων.

  Το πρόστιμο εισπράττεται και σε περίπτωση αποχώρησης του συμβολαιογράφου, εκτός από την περίπτωση θανάτου, οπότε και η οφειλή θεωρείται ότι έχει αποσβεσθεί.

  4. Η ποινή προσωρινής παύσης αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της αμετάκλητης απόφασης σε αυτόν που τιμωρήθηκε. Η επίδοση πρέπει να γίνει εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης.

  Από την έναρξη μέχρι τη λήξη της ποινής αυτής δεν επιτρέπεται στο συμβολαιογράφο να εκτελεί τα καθήκοντά του. Για το χρονικό αυτό διάστημα ορίζεται από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή το δικαστή που διευθύνει το Πρωτοδικείο αναπληρωτής του, μόνο για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 του παρόντος. Ο αναπληρωτής δικαιούται να εισπράττει ολόκληρα τα δικαιώματα.

 

Άρθρο 90

Παραγραφή πειθαρχικών ποινών.

 

  Οι ποινές που καταγνώστηκαν με τις αμετάκλητες πειθαρχικές αποφάσεις και δεν εκτελέστηκαν υπόκεινται σε παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία της έκδοσης της σχετικής απόφασης και είναι τριετής για την επίπληξη, πενταετής για το πρόστιμο και επταετής για την προσωρινή παύση.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Άρθρο 91

Απόφαση για παραπομπή.

 

  1. Αν το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει το συμβολαιογράφο που διώχθηκε ενώπιόν του υπαίτιο του πειθαρχικού αδικήματος και τιμωρητέο με την ποινή της οριστικής παύσης, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο.

  2. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον εγκαλούμενο και διαβιβάζεται αμέσως μαζί με τη δικογραφία στον πρόεδρο του παραπάνω δικαστηρίου.

  3. Κατά της απόφασης για παραπομπή κανένα ένδικο μέσο, τακτικό ή έκτακτο, δεν επιτρέπεται

          

Άρθρο 92

Προδικασία.

 

  1. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου στον οποίο περιέρχεται η απόφαση για παραπομπή ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η πράξη του εισηγητή κοινοποιείται με επίδοση στον εγκαλούμενο.

   2. Κατά την προδικασία δεν απαιτείται επανάληψη αυτών που ορίζονται

στα άρθρα 72 έως 79, για δε τα υπόλοιπα ισχύουν αναλόγως τα όσα ορίζονται στα άρθρα 74 και 80 του παρόντος.

         

Άρθρο 93

Κύρια διαδικασία.

 

  1. Τα σχετικά με τη συνεδρίαση του δικαστηρίου διέπονται από τις οργανικές διατάξεις που το αφορούν.

  Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στα άρθρα 80 και 85 του παρόντος.

  2. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να παρίσταται ο εγκαλούμενος και με πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Άρθρο 94

Ένδικα μέσα.

 

  1. Η πειθαρχική δίκη ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να επαναληφθεί κατά τους όρους του άρθρου 87.

  2. Οι πειθαρχικές αποφάσεις των εφετείων υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου κατά τους όρους και τη διαδικασία των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εφαρμόζονται ανάλογα.

  3. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, οι πειθαρχικές αποφάσεις των δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, τακτικό ή έκτακτο.

 

Άρθρο 95

Εκτέλεση.

 

  1. Η δικαστική απόφαση  που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης για την έκδοση της σχετικής απόφασης.

  2. Αν το δικαστήριο επέβαλε ελαφρότερη ποινή ή κήρυξε αθώο τον διωκόμενο, ισχύουν και ενεργούνται όσα προβλέπονται στο άρθρα 88 έως 90 αυτού του Κώδικα.

  3. Αν ο εγκαλούμενος κηρύχθηκε αθώος ή τιμωρήθηκε με ελαφρότερη ποινή μετά από επανάληψη της δίκης, η δικαστική απόφαση διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης για να εκδώσει την απόφαση αποκατάστασης αυτού που διώχθηκε, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη παράγραφο 4 αυτού του άρθρου.

   4. Ο συμβολαιογράφος που αποκαθίσταται με την ακύρωση ή την επιβολή ελαφρότερης ποινής καταλαμβάνει την υπάρχουσα κενή θέση ή, σε περίπτωση έλλειψης θέσης, παραμένει προσωρινά υπεράριθμος ασκώντας τα καθήκοντά του και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται.

 

         

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΩΝ

 

Άρθρο 96

Πρωτοβάθμια Συλλογικά Όργανα.

 

  Πρωτοβάθμια συλλογικά όργανα των συμβολαιογράφων είναι οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι και δευτεροβάθμιο η Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος (Σ.Ε.Σ.Σ.Ε.)

 

          

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ - ΓΕΝΙΚΕΣ

ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ - ΔIΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

 

Άρθρο 97

Έδρα Συμβολαιογραφικών Συλλόγων

 

   1. Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι, μέλη των οποίων είναι υποχρεωτικά οι συμβολαιογράφοι της περιφέρειας τους, είναι όσοι έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Συμβολαιογραφων (Ν.2830/2000), δηλαδή οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι Εφετείων: α) Αθηνών - Πειραιώς - Αιγαίου και Δωδεκανήσου, β) Θεσσαλονίκης, γ) Θρακης, δ) Ιωαννίνων, ε) Κερκύρας, στ) Κρήτης, ζ) Λάρισας, η) Ναυπλίου και θ) Πάτρας.

2. Με αίτηση των δύο τρίτων (2/3) του συνολικού αριθμού των συμβολαιογράφων της περιφέρειας ενός Εφετείου μπορεί να ιδρυθούν νέοι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι με έδρα αυτή του Εφετείου.

                

Άρθρο 98

Διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια

 

   1. Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σωματειακής μορφής και τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

   2. Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι δεν χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Έχουν δική τους περιουσία, οικονομική, διοικητική και διαχειριστική αυτονομία και αυτοτέλεια και διοικούνται από αιρετά Διοικητικά Συμβούλια.

 

   3. Η διαχείριση και η αξιοποίηση της περιουσίας τους, η εποπτεία και ο έλεγχος των οικονομικών και διαχειριστικών πράξεων των συλλόγων ανήκει αποκλειστικά στα Διοικητικά Συμβούλια και στις Γενικές Συνελεύσεις αυτών.

 

   4. Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι μπορούν να ιδρύουν νομικά πρόσωπα με εταιρική ή μη μορφή για τη διαχείριση ηλεκτρονικών συστημάτων και εφαρμογών αναγκαίων για τη διεκπεραίωση των επαγγελματικών τους αναγκών και αξιοποίηση της περιουσίας τους.

 

Άρθρο 98Α*

 

   Συμβάσεις Συμβολαιογραφικών Συλλόγων με τρίτους, οι οποίες αφορούν στη δημιουργία ή στην αγορά ή στην απόκτηση άδειας χρήσης ή στη συντήρηση ή στην τεχνική ή λειτουργική υποστήριξη ηλεκτρονικών συστημάτων, λογισμικού, πλατφόρμας ή πύλης ηλεκτρονικών εφαρμογών και συναφών υπηρεσιών και οι οποίες χρησιμοποιούνται για τις επαγγελματικές ανάγκες των μελών τους, προς διεκπεραίωση ή διευκόλυνση των επαγγελματικών καθηκόντων ή ενεργειών τους, διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο.

 

   *(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο 99 παρ.3 του Ν.4485/2017 προβλέπει επίσης τα εξής:

    «3. Στην περίπτωση που δεν έχει ολοκληρωθεί η εγκατάσταση ηλεκτρονικών συστημάτων, λογισμικού, πλατφόρμας ή πύλης ηλεκτρονικών εφαρμογών και συναφών υπηρεσιών για τη διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών στο σύνολο των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων της χώρας, έως το χρόνο έναρξης αυτών, σύμφωνα με το ν. 4472/2017, οι συμβολαιογράφοι που διενεργούν ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς υποχρεούνται να συνδεθούν μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας ή πύλης ηλεκτρονικών εφαρμογών άλλου συλλόγου, στον οποίο έχει εγκατασταθεί και λειτουργεί ηλεκτρονικό σύστημα.».)

 

Άρθρο 99

Σκοπός των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

 

  Σκοπός των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων είναι η προαγωγή και ενίσχυση του συμβολαιογραφικού θεσμού, η μέριμνα για την επιστημονική και επαγγελματική εξύψωση των συμβολαιογράφων, η επιμέλεια και η προαγωγή των ζητημάτων που αφορούν τους συμβολαιογράφους, η εποπτεία της καλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τους, η επαγγελματική και επιστημονική συνεργασία με συμβολαιογραφικούς συλλόγους άλλων κρατών, η μέριμνα υπέρ των ασθενούντων ή αναξιοπαθούντων εν ενεργεία ή μη συμβολαιογράφων, των υπαλλήλων του συλλόγου και των μελών των οικογενειών των προσώπων αυτών, καθώς και η υλική και ηθική ενίσχυση του συλλόγου συνταξιούχων συμβολαιογράφων στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων των συλλόγων συμβολαιογράφων.

 

Άρθρο 100

Πόροι Συμβολαιογραφικών Συλλόγων

 

   Πόροι κάθε Συμβολαιογραφικού Συλλόγου είναι:

  α) Η ετήσια συνδρομή των μελών του, όπως αυτή καθορίζεται κάθε φορά με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου.

  β) Τα κατά τα άρθρα 115, 117 και 118 του παρόντος εισπραττόμενα δικαιώματα του.

  γ) Τα δικαιώματα για την έκδοση από το αρχειοφυλακείο αντιγράφων όλων των ειδών συμβολαίων και εγγράφων γενικά, τα οποία βρίσκονται σε αυτό και εφόσον το αρχειοφυλακείο δεν αποτελεί χωριστή δημόσια ή άλλη υπηρεσία κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο σχετικό για το αρχειοφυλακείο κεφάλαιο του Κώδικα αυτού.

  δ) Έκτακτες εισφορές, δωρεές και χορηγίες.

  ε) Τα δικαιώματα για την έκδοση αντιγράφων συμβολαίων και κάθε είδους πράξεων για χρήση του Δημοσίου.

  στ) Τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 40 του παρόντος και

  ζ) Κάθε άλλο έσοδο που θα προκύψει από οποιαδήποτε άλλη αιτία με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου.

         

Άρθρο 101

Στέγαση Συλλόγου.

 

  Κάθε Συμβολαιογραφικός Σύλλογος μεριμνά ώστε να αποκτήσει ιδιόκτητη στέγη για την εγκατάσταση των υπηρεσιών του και των υπηρεσιών του αρχειοφυλακείου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο κεφάλαιο "Περί αρχειοφυλακείων" .

 

Άρθρο 102

Εκπροσώπηση Συλλόγου - Ανάληψη χρημάτων.

 

  1. Το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, σε περίπτωση δε κωλύματος αυτού ο αντιπρόεδρος και σε περίπτωση κωλύματος του τελευταίου άλλο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο ορίζεται με πράξη αυτού.

  2. Η ανάληψη από την τράπεζα κατατεθειμένων χρημάτων του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου γίνεται από τον ταμία του ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία προσδιορίζει το ποσό που θα αναληφθεί.

          

Άρθρο 103

Διοίκηση Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

 

  1. Κάθε Συμβολαιογραφικός Σύλλογος διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο.

  2. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε Συμβολαιογραφικού Συλλόγου αποτελείται από τον πρόεδρο και τέσσερα τακτικά μέλη όταν ο αριθμός των μελών του Συλλόγου είναι μέχρι και εκατό, έξι όταν ο αριθμός των μελών είναι από εκατόν ένα ως και τριακόσια, οκτώ όταν ο αριθμός των μελών είναι από τριακόσια ένα μέχρι και οκτακόσια και δώδεκα, όταν ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των οκτακοσίων. Εάν μείνει κενή για οποιονδήποτε λόγο η θέση του προέδρου ή εάν αυτός δεν αποδεχθεί την εκλογή του, διενεργούνται αρχαιρεσίες, μέσα σε προθεσμία σαράντα ημερών, για την εκλογή νέου προέδρου του διοικητικού συμβουλίου. Η εκλογή ισχύει για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του προηγούμενου προέδρου. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών αφότου κενωθεί η θέση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί αρχαιρεσιών των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

  Μέχρι την εκλογή νέου προέδρου καθήκοντα προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου ασκεί ο αντιπρόεδρος και ελλείψει αυτού ο πλειοψηφήσας σύμβουλος. Εάν μείνει κενή για οποιονδήποτε λόγο η θέση συμβούλου που εκλέχθηκε ως μεμονωμένος υποψήφιος ή αν όλοι οι σύμβουλοι που εκλέχθηκαν από συνδυασμό δεν αποδεχθούν την εκλογή ή παραιτηθούν όλα τα τακτικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου ώστε να μην επαρκούν τα υπόλοιπα μέλη του συνδυασμού να συμπληρώσουν τις κενές θέσεις που έχει καταλάβει ο συνδυασμός, διενεργούνται αρχαιρεσίες για την εκλογή νέων συμβούλων προς συμπλήρωση μόνο των κενών θέσεων για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του διοικητικού συμβουλίου.

  3. Η υπηρεσία των μελών του διοικητικού συμβουλίου παρέχεται χωρίς

αμοιβή. Αν όμως μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνονται και συμβολαιογράφοι που έχουν την έδρα τους σε τόπο που απέχει πάνω από 100 χιλιόμετρα ή 10 ναυτικά μίλια από την έδρα του Συλλόγου, τα μέλη αυτά δικαιούνται να λάβουν έξοδα μετακίνησης και διαμονής, τα οποία ορίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου.

  Επίσης με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται το ποσό που καταβάλλεται κατά μήνα στον πρόεδρο του συλλόγου για έξοδα παραστάσεως.

  4. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε συλλόγου συνεδριάζει στην έδρα οποιασδήποτε ειρηνοδικειακής περιφέρειας του οικείου εφετείου όποτε συγκληθεί από τον πρόεδρο αυτού, τουλάχιστον όμως μία φορά το μήνα εκτός από το μήνα Αύγουστο ή όταν ζητηθεί από το 1/4 των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

  5. Το διοικητικό συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία όταν τα παρόντα μέλη του είναι περισσότερα από τα απόντα.

  6. Τον πρόεδρο κωλυόμενο αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος και τούτου κωλυομένου, ο πρώτος σε σταυρούς προτίμησης σύμβουλος του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού.

  7. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παριστάμενων μελών.

  Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

 

Άρθρο 104

Εκλογή μελών Διοικητικού Συμβουλίου.

 

  1. Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων αναδεικνύονται με αρχαιρεσίες, που διενεργούνται κάθε τριετία την τελευταία Κυριακή του Μαΐου ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια. Ο αριθμός των συμβούλων που πρόκειται να εκλεγούν ορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου εξήντα (60) ημέρες πριν από τις αρχαιρεσίες.

  2. Στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου η ψηφοφορία παρατείνεται και την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

  Στην περίπτωση αυτή η φύλαξη των ψηφοδόχων και του λοιπού εκλογικού υλικού εξασφαλίζεται από τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής.

 

Άρθρο 105

Γενική Συνέλευση μελών.

 

  1. Τα μέλη των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων συνέρχονται σε τακτική Γενική Συνέλευση την τελευταία Κυριακή του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους για να λάβουν απόφαση σχετικά με τον ισολογισμό του οικονομικού έτους που έληξε και με τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που αναφέρεται ρητά στην ημερήσια διάταξη.

  2. Το διοικητικό συμβούλιο ή ο πρόεδρος αυτού μπορεί να συγκαλεί εκτάκτως τη γενική συνέλευση όσες φορές το κρίνει αναγκαίο. Η σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης είναι υποχρεωτική και όσες φορές το ζητήσει εγγράφως για ορισμένα θέματα 1/10 των μελών του Συλλόγου. Σε κάθε συνέλευση Συμβολαιογραφικών Συλλόγων πρέπει για να υπάρχει απαρτία να παρίσταται το 1/6 τουλάχιστον των εγγεγραμένων μελών του Συλλόγου. Αν δεν υπάρξει η απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή, οπότε συνεδριάζει και αποφασίζει ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρισταμένων.

            

Άρθρο 106

Έκπτωση μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

  1. Από το αξίωμα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου εκπίπτει αυτοδικαίως:

  α) Συμβολαιογράφος που έχασε την ιδιότητά του για οποιονδήποτε λόγο.

  β) Συμβολαιογράφος που τιμωρήθηκε πειθαρχικά κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρόεδρος ή σύμβουλος με ποινή προσωρινής παύσης τουλάχιστον ενός μηνός.

  2. Κατά τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει, είτε οίκοθεν είτε ύστερα από αναφορά του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, βεβαιωτική πράξη της έκπτωσης.

 

Άρθρο 107

Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου.

 

  1. Το διοικητικό συμβούλιο για την εκπλήρωση των σκοπών του Συλλόγου μπορεί:

  α) Να οργανώνει στην περιφέρειά του, για τα μέλη του Συλλόγου, ειδικές διαλέξεις ή σειρές μαθημάτων σύντομης διάρκειας (σεμινάρια) σχετικά με θέματα που αναφέρονται στην άσκηση του λειτουργήματος του συμβολαιογράφου.

  β) Να προκαλεί γνωμοδοτήσεις των αρμόδιων οργάνων σε αμφισβητούμενα ζητήματα και να παρέχει σχετικές οδηγίες στα μέλη του Συλλόγου.

  γ) Να γνωμοδοτεί επί σχεδίων νομοθετημάτων που αφορούν τους συμβολαιογράφους και το λειτούργημά τους.

  δ) Να εποπτεύει για την αρμόζουσα και αξιοπρεπή άσκηση του λειτουργήματος από τα μέλη του Συλλόγου, στα οποία μπορεί να απευθύνει συστάσεις και παρατηρήσεις.

  ε) Να επιμελείται για την εκπροσώπηση του Συλλόγου, την ανάπτυξη διμερών σχέσεων συνεργασίας με άλλους συμβολαιογραφικούς συλλόγους ή ενώσεις ή φορείς άλλων κρατών για την προώθηση και προαγωγή της συμβολαιογραφίας.

  στ) Να επιλαμβάνεται της επίλυσης διαφορών μεταξύ των μελών του Συλλόγου, να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν εγγράφου ή προφορικής αναφοράς ή ανακοίνωσης δημόσιας αρχής, τη συμπεριφορά του συμβολαιογράφου, προς διαπίστωση αν στη συγκεκριμένη περίπτωση αντίκειται ή όχι στη συμβολαιογραφική δεοντολογία και στην κείμενη νομοθεσία, να απευθύνει παρατηρήσεις στο συμβολαιογράφο ή να αποστερεί αυτόν μιας έως έξι διανομών από τα κρατικά συμβόλαια ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο.

 Τυχόν παρατηρήσεις από το διοικητικό συμβούλιο τίθενται στον οικείο ατομικό φάκελο του συμβολαιογράφου.

   ζ) Να ασκεί έλεγχο με τα ίδια τα μέλη του, τους εν ενεργεία ή συνταξιούχους υπαλλήλους του Συλλόγου ή τους εν ενεργεία ή συνταξιούχους συμβολαιογράφους, για την ακριβή τήρηση των υποχρεώσεων των μελών για κρατικά συμβόλαια, να καθορίζει την ημερήσια αποζημίωση των ασκούντων τον έλεγχο αυτό και να καθορίζει τον χρόνο λειτουργίας των συμβολαιογραφείων εντός του πλαισίου των υπουργικών αποφάσεων.

  η) Να υποβάλλει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ή σε άλλο Υπουργείο, μετά από προηγούμενη ανακοίνωση στη Συντονιστική Επιτροπή, προτάσεις νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων για ρύθμιση θεμάτων που αναφέρονται σε συμβολαιογράφους και στο λειτούργημά τους.

          

Άρθρο 108

Αρχαιρεσίες Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

 

  1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ορίζονται σε σχέση με την ανάδειξη των μελών του διοικητικού συμβουλίου τα προσόντα και ο αριθμός των υποψήφιων μελών, η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων, η διαδικασία διεξαγωγής των αρχαιρεσιών, η ώρα έναρξης και λήξης της ψηφοφορίας, η προσβολή του κύρους των αρχαιρεσιών, ο τρόπος ανάδειξης των μελών της διοίκησης, η σύνθεση και συγκρότηση των εφορευτικών επιτροπών και των ψηφολεκτών, η κατάρτιση και γνωστοποίηση του καταλόγου των υποψηφίων , η μορφή και το περιεχόμενο των ψηφοδελτίων, το σχήμα των φακέλων, η σύνταξη πρακτικού, η ανακήρυξη των επιτυχόντων, η επανάληψη της ψηφοφορίας, η υποβολή και η εκδίκαση των ενστάσεων, η δημοσίευση του αποτελέσματος των αρχαιρεσιών και η συγκρότηση των διοικητικών συμβουλίων σε σώμα. Καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

  2. Μέχρι να εκδοθεί το διάταγμα της προηγούμενης παραγράφου η διαδικασία και όλα τα θέματα που σχετίζονται με τις αρχαιρεσίες στους Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ρυθμίζονται με το προεδρικό διάταγμα που ισχύει

 

Άρθρο 109

Δευτεροβάθμιο συλλογικό όργανο συμβολαιογράφων.

 

  1. Δευτεροβάθμιο συλλογικό όργανο των συμβολαιογράφων είναι η Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος (Σ.Ε.Σ.Σ.Ε.), που συγκροτείται από τους εκάστοτε προέδρους των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων του Κράτους.

  2. Πρόεδρος της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. είναι ο εκάστοτε πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και

Δωδεκανήσου (Σ.Σ.Ε.Α.Π.Α.Δ.) ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Αντιπρόεδρος είναι ο εκάστοτε πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και ταμίας εναλλάξ κατ' έτος οι πρόεδροι των υπόλοιπων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους κατά σειρά βάσει του αριθμού των μελών κάθε Συλλόγου. Χρέη Γραμματέα της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. εκτελεί ο γενικός γραμματέας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου στην έδρα του οποίου συνέρχεται η επιτροπή.

  3. Τον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ως μέλος της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. κωλυόμενο αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

  4. Η Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. συνεδριάζει τακτικώς κατά τους μήνες Ιανουάριο, Ιούνιο και Οκτώβριο, εκτάκτως δε οσάκις καλείται από τον πρόεδρο αυτής ή αν το ζητήσουν πέντε τουλάχιοτον εκ των μελών αυτής, με έγγραφη αίτηση προς τον πρόεδρο, που περιέχει και τα προς συζήτηση θέματα.

  Ο τόπος συνεδρίασης ορίζεται κάθε φορά με απόφαση της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε.. Οι μετέχοντες στη Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. εκτός του προέδρου οτην περιφέρεια του οποίου συνεδριάζει δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση που βαρύνει το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο οτον οποίο ανήκει κάθε πρόεδρος που μετέχει στη συνεδρίαση της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε.. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τα έξοδα μετάβασης, επιστροφής και διανυκτέρευσης μέχρι και δύο ημέρες.

  Η Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. βρίσκεται σε απαρτία εφόσον οι παρόντες είναι περισσότεροι των απόντων και αποφασίζει κατά πλειοψηφία, εκτός εάν πρόκειται για θέματα που αφορούν κρατικά συμβόλαια, οπότε απαιτείται

παμψηφία.

  Σε ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

          

Άρθρο 110

Σκοπός - Αρμοδιότητα Συντονιστικής Επιτροπής.

 

  1. Σκοπός της Συντονιστικής Επιτροπής είναι:

  α) ο συντονισμός της δραστηριότητας των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων της χώρας,

  β) η εκπροσώπηση του συμβολαιογραφικού σώματος στην ημεδαπή, στη Διεθνή Ένωση Λατινικής Συμβολαιογραφίας, στη Σύνοδο των Συμβολαιογραφιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε διεθνείς οργανισμούς και επιτροπές της συμβολαιογραφίας, σε διεθνή συνέδρια και σε οργανώσεις της νομικής επιστήμης γενικότερα,

  γ) η μελέτη των προβλημάτων της συμβολαιογραφίας και η εισήγηση μέτρων για την αναβάθμισή της,

  δ) η σύγκλιση και οργάνωση πανελλήνιων συνεδρίων συμβολαιογράφων,

  ε) η επικοινωνία και ανάπτυξη συνεργασίας με δικαστικούς λειτουργούς, πανεπιστημιακούς και εκπροσώπους συλλόγων άλλων επαγγελμάτων,

  στ) η πρόταση αρμοδίως σχεδίων νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων και μελετών για την αντιμετώπιση άμεσων ή μακροπρόθεσμων προβλημάτων,

  ζ) η μέριμνα και υπόδειξη μέτρων για τη βελτίωση του Ταμείου Συντάξεως Νομικών και του Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων,

  η) η διατύπωση γνώμης για θέματα αναγόμενα στα κρατικά συμβόλαια και στην πρακτική της συμβολαιογραφίας.

  2. Έργο της συντονιστικής επιτροπής είναι η υποχρέωση να καταρτίσει εντός διετίας από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, στα πλαίσια του παρόντος Κώδικα, κανόνες συμβολαιογραφικής δεοντολογίας, οι οποίοι μετά την επικύρωσή τους από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, δεσμεύουν όλους τους συμβολαιογράφους της χώρας.

  Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 110  του ν.2830/2000 προθεσμία συντάξεως κώδικα συμβολαιογραφικής δεοντολογίας παρατείνεται για ένα έτος.

          

Άρθρο 111

Έδρα Συντονιστικής Επιτροπής -

Δαπάνες λειτουργίας.

 

  Έδρα της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος είναι η Αθήνα και γραφείο αυτής τα γραφεία του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου. Η δαπάνη λειτουργίας της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. βαρύνει αυτήν και μερίζεται βάσει του αριθμού των μελών κάθε Συλλόγου. Μέχρι την πρόσληψη προσωπικού για την εξυπηρέτηση της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Σ.Σ.Ε.Α.Π.Α.Δ., μπορεί να χρησιμοποιείται το προσωπικό του. Τα έγγραφα της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. υπογράφονται από τον πρόεδρο αυτής και σφραγίζονται με τη σφραγίδα της.

          

Άρθρο 112

Συνέδρια συμβολαιογράφων.

 

  1. Η Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος οργανώνει κάθε δύο χρόνια Πανελλήνιο Συνέδριο Συμβολαιογράφων.

  2. Ο τόπος, ο χρόνος του Συνεδρίου και τα θέματα που θα συζητηθούν σε αυτό ορίζονται με απόφαση της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε..

  3. Για τον ορισμό τόπου του Συνεδρίου υποβάλλονται από τους Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους υποψηφιότητες στη Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. εντός διμήνου από τη λήξη του προηγούμενου συνεδρίου. Εάν δεν υπάρχει καμία υποψηφιότητα Συμβολαιογραφικού Συλλόγου για τη σύγκλιση του συνεδρίου στην περιφέρειά του, αυτό διεξάγεται στην Αθήνα.

  4. Για την οργάνωση του συνεδρίου, τα έσοδα, τις δαπάνες και τις λεπτομέρειες αυτού αποφασίζει η Σ.Ε.Σ.Σ.Ε..

  5. Την ευθύνη υλοποίησης των αποφάσεων της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. για το συνέδριο έχει ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος οτην περιφέρεια του οποίου θα συγκληθεί αυτό.

  6. Στο συνέδριο καλούνται όλοι οι συμβολαιογράφοι της χώρας με προσκλήσεις στις οποίες αναγράφονται ο χρόνος και ο τόπος του συνεδρίου και τα προς συζήτηση θέματα. Με απόφαση της Σ.Ε.Σ.Σ.Ε. στο συνέδριο μπορεί να καλούνται και εκπρόσωποι της Διεθνούς Ένωσης Συμβολαιογράφων και εκπρόσωποι Συμβολαιογραφικών Συλλόγων και Οργανώσεων άλλων χωρών.

  7. Στην αρμοδιότητα του συνεδρίου υπάγονται η γενικότερη μελέτη και

έκφραση γνωμών και παρατηρήσεων επί της νομοθεσίας που αφορά τους

συμβολαιογράφους και την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα σχετικά πορίσματα υποβάλλονται στα αρμόδια πολιτειακά όργανα.

  8. Κατά τις συνεδριάσεις του συνεδρίου έχουν ανάλογη εφαρμογή αυτά που ορίζονται για τις συνεδριάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

ΚΡΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ - ΑΡΧΕΙΑ - ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ1

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΙ - ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΚΡΑΤΙΚΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

ΔΙΑΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ

 

Άρθρο 113

Αναλογικά δικαιώματα συμβολαιογράφων -

Διανομή δικαιωμάτων.

 

  Τα αναλογικά δικαιώματα του Συμβολαιογράφου από τη σύνταξη συμβολαίων που αναφέρονται οτα άρθρα 115, 117 και 118 του παρόντος αποδίδονται στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο υπό του Συλλόγου συμβολαιογράφο και διανέμονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 116, 117, 118 και 120 του παρόντος.

          

Άρθρο 114

Κατανομή κρατικών συμβολαίων.

 

  1. Σε κάθε περιφέρεια ειρηνοδικείου, στην οποία εδρεύουν περισσότεροι από ένας συμβολαιογράφοι, οι εντολές ή τα σχέδια για τη σύνταξη συμβολαίων, πράξεων ή εκθέσεων, στα οποία δικαιοπρακτούν πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 115, αποστέλλονται στις πόλεις που εδρεύει Συμβολαιογραφικός Σύλλογος προς τον πρόεδρο αυτού, άλλως στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο που έχει ορισθεί από τον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.

  2. Ο πρόεδρος του συλλόγου ή ο εντεταλμένος συμβολαιογράφος, στον οποίο αποστέλλονται οι ανωτέρω εντολές ή σχέδια, διανέμει αυτές χωρίς καθυστέρηση και κατά σειρά στους συμβολαιογράφους που εδρεύουν στην αυτή ειρηνοδικειακή περιφέρεια και τους παραγγέλει να συντάξουν τα σχετικά συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις.

  3. Προκειμένου για συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις του άρθρου 115, που συντάσσονται στην περιφέρεια των ειρηνοδικείων τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του παρόντος, οι ανωτέρω εντολές ή σχέδια αποστέλλονται στον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, ο οποίος τις διανέμει χωρίς καθυστέρηση κατά σειρά στους συμβολαιογράφους των περιφερειών των ειρηνοδικείων αυτών και τους παραγγέλλει να συντάξουν τα σχετικά συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις.

  4. Συμβολαιογράφος που λαμβάνει την εντολή της πρώτης παραγράφου

απευθείας από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 115 ή από πρόσωπα που θα συμβληθούν με αυτά, οφείλει να τη διαβιβάσει αμέσως, μαζί με τα σχετικά έγγραφα, στον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο για να ενεργήσουν αυτοί όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Η παράβαση της διάταξης αυτής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται με πρόστιμο τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) δραχμών.

  5. Προκειμένου περί πλειστηριασμών που επισπεύδονται βάσει του Κ.Ε.Δ.Ε. ο πρόεδρος του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή ο εντεταλμένος συμβολαιογράφος κατανέμει αυτούς κατά σειρά μεταξύ όλων των συμβολαιογράφων της ειρηνοδικειακής περιφέρειάς του και παραγγέλει σε αυτούς τη διενέργειά τους. Οι περιφέρειες των ειρηνοδικείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος θεωρούνται ως ενιαία περιφέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

  Σε ειρηνοδικειακή περιφέρεια που υπηρετούν περισσότεροι από δέκα συμβολαιογράφοι, το διοικητικό συμβούλιο του οικείου Συλλόγου, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, μπορεί, με απόφασή του , να απαλλάσσει από τη διενέργεια των ανωτέρω πλειστηριασμών όσους έχουν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους.

  Ανεξάρτητα δε από τον αριθμό των συμβολαιογράφων που υπηρετούν απαλλάσσονται οι εγκυμονούσες και οι έχοντες σοβαρό λόγο υγείας που βεβαιώνεται με πιστοποιητικό από κρατικό νοσοκομείο.

 

Άρθρο 115

Προσδιορισμός κρατικών συμβολαίων.

 

  Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου καταλαμβάνει τα συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις στις οποίες ένα από τα μέρη που συμβάλλεται, συνυπογράφει, συναινεί ή αποκτά δικαιώματα είναι:

  1.α.) Το Δημόσιο, οι Δήμοι και Κοινότητες, οι Ενώσεις και οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) δεύτερης βαθμίδας (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση), οι Δημόσιες Ενώσεις, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου μεταξύ των οποίων Σύλλογοι, Δικηγορικοί, Ιατρικοί, Οδοντιατρικοί, Φαρμακευτικοί, Συμβολαιογραφικοί, τα Επιμελητήρια, Τεχνικό, Γεωτεχνικό, Οικονομικό, Εμπορικό, Βιομηχανικό, Ναυτικό, η Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, η Ένωση Επαγγελματικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Ελλάδος, τα Δημόσια Ιδρύματα, μεταξύ των οποίων τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, Νοσοκομεία, Βρεφοκομεία, Παιδικοί Σταθμοί, Ορφανοτροφεία, Γηροκομεία, Κρατικά θέατρα, Μουσεία, τα Ασφαλιστικά Ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης, τα Λιμενικά Ταμεία, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) ή Οργανισμοί άλλων Λιμένων της Χώρας, τα Ταμεία Ανεργίας, Αρωγής και θυμάτων Πολέμου, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταμείο Οδοστρωμάτων, τα εκπροσωπούμενα στη Βουλή Πολιτικά Κόμματα, το Χρηματιστήριο Αθηνών.

  β) Κρατικοί ή Δημόσιοι Οργανισμοί και Οργανισμοί ή Επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας.

  γ) Κρατικές, Δημόσιες ή Δημοτικές εmχειρήσεις ή επιχειρήσεις που έχουν παραχωρηθεί από τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.), η Ολυμπιακή Αεροπορία (Ο.Α.).

  δ) Κοινωφελή Ιδρύματα του Αστικού Κώδικα ή του Ν. 2039/1939 που περιήλθαν στο Δημόσιο και χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από αυτό.

  ε) Οι Κρατικές Τράπεζες Ελλάδος, Αγροτική Τράπεζα και η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως.

  στ) Τραπεζικές και άλλες Ανώνυμες Εταιρίες στις οποίες το Δημόσιο ή

τα ανωτέρω Νομικά Πρόσωπα έχουν το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου ή έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση. Εξαιρούνται η Εθνική και η Εμπορική Τράπεζα, οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 117 του παρόντος, εκτός εάν χορηγούν δάνεια για λογαριασμό του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.

  ζ) Κρατικά Νομικά Πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστεί από το νόμο ή τα δικαστήρια τελεσίδικα ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από οποιοδήποτε των ανωτέρω νομικών προσώπων όπως ο Οργανισμός Συγκοινωνιών Ελλάδος (ΟΣΕ), ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ).

  η) Θυγατρικές Ανώνυμες Εταιρίες του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων των εδαφίων α' έως και ζ' αυτής της παραγράφου, που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά, καθώς και θυγατρικές των θυγατρικών εταιρίες.

  Θ) Αναγκαστικοί Συνεταιρισμοί ή Ενώσεις Συνεταιρισμών του Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, καθώς και κάθε είδους Συνεταιρισμοί ή Ενώσεις Συνεταιρισμών όπως Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί, Γεωργικοί Συνεταιρισμοί.

  1) Το Άγιον 'Ορος, οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές Μονές και τα ιδρύματα του Αγίου 'Ορους.

  ια) Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος συνολικά, η Αρχιεπισκοπή, οι Ιερές Μητροπόλεις, οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές Μονές, η Αρχιεπισκοπή Κρήτης, οι Ιερές Μητροπόλεις Κρήτης, η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα Εκκλησιαστικά Ιδρύματα, η διοίκηση και διαχείριση εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και Νομικά Πρόσωπα ή Κοινότητες κάθε γνωστής θρησκείας ή δόγματος.

  ιβ) Αποκεντρωμένες ή ανεξάρτητες Δημόσιες Υπηρεσίες, όπως η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων, το Εθνικό Τυπογραφείο, οι Βιβλιοθήκες των Α.Ε.Ι., το Εθνικό Κινηματογραφικό Αρχείο, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, η Επιτροπή Τοπικής Ραδιοφωνίας, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.

  ιγ) Κοινωνικοποιημένες Επιχειρήσεις με τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου.

  ιδ) Ιδιωτικές Επιχειρήσεις όταν στο συντελεστή κεφάλαιο μετέχουν πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο με ποσοστό συμμετοχής πενήντα τοις εκατό (50% ) και άνω.

  2.α) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που διέπονται κατ' αρχήν από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου μεταξύ των οποίων:

  αα) Επιχειρηματικής φύσης (Δημόσιες Επιχειρήσεις), όπως τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛ.ΤΑ.), ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), τα Ηλεκτρικά Λεωφορεία Αθηνών - Πειραιώς (Η.Λ.Π.Α.Π.), το Κεφάλαιο Ασφάλισης, Πιστώσεων, Εξαγωγών (Κ.Α.Π.Ε.), οι Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών - Πειραιώς (Η.Σ.Α.Π.), η Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών (Ε.Α.Σ.), η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδόμησης, Οικισμού και Στέγασης, η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.), η Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Πρωτεύουσας (Ε.ΥΔ.Α.Π.), Οργανισμοί ύδρευσης και αποχέτευσης, ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, η Κρατική Φαρμακαποθήκη, η Ελληνική Κρατική Εταιρία Τεχνικών Έργων (Ε.Κ.Ε.Τ.Ε.), η Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων (Δ.ΕΠ.ΑΝ. ΝΟ.Μ.), ο Εμπορικός Παρεμβατικός Οργανισμός (ΕΜ. Π.Ο.), η Επιχείρηση Αεριόφωτος.

  ββ) Ιδρυματικού χαρακτήρα τα οποία έχουν απλή παραγωγική δραστηριότητα, όπως το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.), ο Ελληνικός Οργανισμός Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ.).

  γγ) Σωματειακής φύσης τα οποία έχουν σκοπό τη ρύθμιση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως ο Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.).

  β) Δημόσιες εταιρίες ή θυγατρικές δημόσιες εταιρίες με εταιρική μορφή του εμπορικού δικαίου στις οποίες μέτοχος ή εταίρος είναι υποχρεωτικά το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Νομικά Πρόσωπα ειδικών σκοπών οποιασδήποτε κατηγορίας, όπως η Ελληνική Τηλεόρασης (ΕΤ), η Νέα Ελληνική Τηλεόραση (ΝΕΤ), η Ελληνική Ραδιοφωνία (ΕΡΑ), ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ).

  γ) Δημόσια Νομικά Πρόσωπα που διέπονται πλήρως από το ιδιωτικό δίκαιο (επιχειρήσεις μικτής οικονομίας).

  δ) Υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν κατά παραχώρηση όπως τα Κ.Τ.Ε.Λ..

  ε) Ιδιωτικές επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες επιχειρήσεων στη σύσταση ή μετατροπή ή τροποποίηση ή συγχώνευση των οποίων μετείχε και εξακολουθεί να μετέχει ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος.

  3. Στις διατάξεις του παρόντος περιλαμβάνονται και όσοι άλλοι φορείς του δημόσιου τομέα εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 14 παράγραφος 1 του Ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α) και δεν περιλαμβάνονται στις ανωτέρω περιπτώσεις.

  4. Τα ξένα κράτη.

  5. Η ίδια διάταξη καταλαμβάνει πράξεις που ακολουθούν την έκθεση αναγκαστικού, εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού, μεταξύ των οποίων η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η πράξη παράδοσης πράγματος και η εξόφληση πλειστηριάσματος, αν ο επισπεύδων ή αιτών ή συνεχίζων τον πλειστηριασμό ή καθ' ου είναι από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, καθώς και τις πράξεις που αφορούν την εκκαθάριση επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, αν εκκαθαριστής ή υπό εκκαθάριση επιχείρηση ή αγοραστής είναι από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους.

  6. Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται για τα συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις για τα οποία εισπράττονται μόνο πάγια δικαιώματα.

          

Άρθρο 116

Κατανομή αναλογικών δικαιωμάτων

από κρατικά συμβόλαια.

 

  Από τα αναλογικά δικαιώματα του συμβολαιογράφου τα οποία προέρχονται από τη σύνταξη συμβολαίων, πράξεων ή εκθέσεων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 115, ο συμβολαιογράφος που τα συντάσσει παρακρατεί ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και αποδίδει το υπόλοιπο ποσό στο ταμείο του οικείου Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, προκειμένου να διανεμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 120.

 

Άρθρο 117

Συμβόλαια τραπεζών και προβληματικών

επιχειρήσεων - Διαμαρτυρικά.

 

 1. Για συμβόλαια ημεδαπών ή αλλοδαπών Τραπεζών οι οποίες λειτουργούν ή συμβάλλονται στην Ελλάδα, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 115, ο συμβολαιογράφος που τα συντάσσει καταθέτει το ογδόντα τοις εκατό (80%) των αναλογικών δικαιωμάτων στο ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, προκειμένου αυτά να διανεμηθούν σύμφωνα με το άρθρο 120, και παρακρατεί το υπόλοιπο είκοσι τοις εκατό (20%).

  Η ίδια υποχρέωση βαρύνει τον συμβολαιογράφο και για τα συμβόλαια στα οποία συμβαλλόμενες είναι θυγατρικές εταιρίες των Τραπεζών του πρώτου εδαφίου ή εταιρίες κατά τη σύσταση, τροποποίηση, μετατροπή ή συγχώνευση των οποίων μετέχουν οι πιο πάνω Τράπεζες ή θυγατρικές εταιρίες των εν λόγω Τραπεζών.

  2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και ως προς τις πράξεις που αφορούν την εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, αν εκκαθαριστής ή υπό εκκαθάριση επιχείρηση ή αγοραστής είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στην ίδια παράγραφο.

  3. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και ως προς τις πράξεις που ακολουθούν τη διαδικασία του αναγκαστικού, εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού, όπως η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η πράξη παράδοσης πράγματος και η εξόφληση πλειστηριάσματος, αν επισπεύδων ή αιτών ή συνεχίζων ή καθ` ου είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους.

  Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου ο συμβολαιογράφος από τα αναλογικά δικαιώματα έχει υποχρέωση να καταθέσει στο Ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) και παρακρατεί το υπόλοιπο εικοσιπέντε τοις εκατό (25%). Κατά τα λοιπά ισχύει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1.

 4. Για τα δικαιώματα από διαμαρτυρικά που ο συμβολαιογράφος συντάσσει κατά μήνα, ανεξάρτητα από την Τράπεζα από την οποία αυτά προέρχονται, ισχύουν τα ακόλουθα:

  α. στα πρώτα εκατό (100) διαμαρτυρικά κρατεί για τον εαυτό του το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των δικαιωμάτων και αποδίδει το υπόλοιπο εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) στο ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο,

  β. στα επόμενα εκατό (100), κρατεί για τον εαυτό του το πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων και αποδίδει το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) στο ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο,

  γ. για διαμαρτυρικά από διακόσια ένα (201) και πάνω κρατεί για τον εαυτό του ποσοστό εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) και από το υπόλοιπο αποδίδει το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) στον Σύλλογο.

  5. Η συνολική αμοιβή που παρακρατεί ο συμβολαιογράφος από τη σύνταξη των συμβολαίων των παρ. 1, 2 και 3 δεν μπορεί να υπερβεί κατ` έτος, για όσους συμβολαιογράφους έχουν την έδρα τους στις περιφέρειες ειρηνοδικείων που υπάγονται στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, το διπλάσιο του ποσού της ανώτατης σύνταξης που χορηγεί ετησίως σε συμβολαιογράφους το Ταμείο Νομικών και για τους συμβολαιογράφους που υπηρετούν στις περιφέρειες των λοιπών ειρηνοδικείων της χώρας, το αντίστοιχο του ετήσιου εισοδήματος της πιο πάνω σύνταξης.

  Ποσά που αντιστοιχούν στο ποσοστό που παρακρατεί ο συμβολαιογράφος από τη σύνταξη των συμβολαίων των παρ. 1, 2 και 3 αποδίδονται υποχρεωτικά στο ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή τον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, στην περίπτωση που υπερβαίνουν τα όρια του προηγούμενου εδαφίου, προκειμένου και αυτά να διανεμηθούν σύμφωνα με το άρθρο 120.

 

Άρθρο 118

Κατανομή αναλογικών δικαιωμάτων

από αυτοκίνητα - μοτοσυκλέτες.

 

  Για προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια μεταβίβασης αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών κάθε είδους, στα οποία δεν συμβάλλονται πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 117, ο συμβολαιογράφος παρακρατεί το 70% και το υπόλοιπο 30% αποδίδει στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο κατά ειρηνοδικειακή περιφέρεια για τη σύνταξη των κρατικών συμβολαίων συμβολαιογράφο, προκειμένου αυτό να διενεμηθεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του παρόντος.

 

Άρθρο 119

Κατάθεση αναλογικών δικαιωμάτων.

 

  1. Ο συμβολαιογράφος που συντάσσει συμβόλαια των άρθρων 115, 117 και 118 οφείλει να καταθέσει στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο κατά ειρηνοδικειακή περιφέρεια συμβολαιογράφο τα αναλογικά δικαιώματα των συμβολαίων αυτών μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του επόμενου από την υπογραφή του συμβολαίου μήνα.             

  Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας ο συμβολαιογράφος καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκο υπερημερίας.

  2. Τα καθυστερούμενα από την παραπάνω αιτία ποσά, με τους τόκους υπερημερίας, τα εισπράττει ο οικείος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος ή ο εντεταλμένος συμβολαιογράφος από τον υπόχρεο συμβολαιογράφο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε..

  Τίτλο για τη βεβαίωση και την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη και καθορίζει επακριβώς το εισπρακτέο ποσό από καθυστερούμενες οφειλές και τόκους κατά τη χρονική περίοδο στην οποία αντιστοιχούν, σύμφωνα με τις εκθέσεις ελέγχου των αρμόδιων οργάνων του Συλλόγου. Για τις επιδόσεις και την εκτέλεση χρησιμοποιούνται αρμόδιοι κατά τόπο δικαστικοί επιμελητές που ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου.

  3. Η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον προστίμου.

  4. Η παρακράτηση από το συμβολαιογράφο δικαιωμάτων από συμβόλαια των άρθρων 115, 117 και 118 του παρόντος πέραν της προθεσμίας των τριών μηνών από τη σύνταξη των συμβολαίων τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 375).

  5. Ως προς τα δικαιώματα και τους τόκους υπερημερίας ο οικείος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος ή ο εντεταλμένος κατά ειρηνοδικειακή περιφέρεια συμβολαιογράφος θεωρείται γενικός εντολοδόχος του υπόχρεου για την είσπραξη των ως άνω δικαιωμάτων συμβολαιογράφου και νομιμοποιείται να εγείρει ο ίδιος αγωγή κατά των υποχρέων για την είσπραξή τους.

 

Άρθρο 120

Προαφαίρεση από αναλογικά δικαιώματα.

 

  Από τα ποσά που εισπράττει ο Σύλλογος ή ο εντεταλμένος συμβολαιογράφος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 116, 117 και 118:

  1. Προαφαιρούνται:

  α) Το ποσό που είναι αναγκαίο κατά μήνα για να καλυφθούν οι ανάγκες του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, όπως αυτές προσδιορίζονται με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου και οι οποίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε ετήσια βάση το ποσό του εγκεκριμένου από το Κράτος προϋπολογισμού του συλλόγου.

  β) Ποσοστό μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του ειδικού λογαριασμού που έχει συσταθεί με το άρθρο 30 του Ν.4507/1966 στην Τράπεζα της Ελλάδος με τον τίτλο "Λογαριασμός διανομής δικαιωμάτων προερχομένων εκ συντάξεως κρατικών συμβολαίων".

 Το ακριβές ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος.

  2. Σε συμβολαιογράφους που εδρεύουν σε πόλη με πληθυσμό κάτω από πέντε χιλιάδες κατοίκους και τα ετήσια εισοδήματά τους είναι κατώτερα των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών, καταβάλλεται από τον ειδικό λογαριασμό για την ενίσχυση των εισοδημάτων τους μια φορά κατ' έτος, η διαφορά του ετήσιου εισοδήματος μέχρι του ποσού των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών. Από τον ίδιο λογαριασμό μπορεί να διατίθενται χρήματα σε συμβολαιογράφους που έχουν την έδρα τους σε πόλεις παραμεθόριων περιοχών ανεξαρτήτως πληθυσμού, εφόσον οι πρόσοδοι αυτοί δεν υπερβαίνουν τις ενενήντα χιλιάδες (90.000) δραχμές το μήνα. Τα χρήματα διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος.

  Προκειμένου η Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος να μορφώσει γνώμη, δικαιούται να λαμβάνει γνώση της κίνησης του λογαριασμού αυτού από την Τράπεζα της Ελλάδος και του αριθμού των δικαιούχων συμβολαιογράφων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

   Από τον ίδιο λογαριασμό καλύπτονται, ύστερα από απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής, τα έξοδα για τη λειτουργία των σεμιναρίων επιμόρφωσης, για την έκδοση περιοδικών, βιβλίων ή εντύπων συμβολαιογραφικού ενδιαφέροντος, για τη διοργάνωση πανελλήνιων και διεθνών συνεδρίων που αφορούν τη συμβολαιογραφία, καθώς και τα έξοδα δημιουργίας, λειτουργίας και συντήρησης εξειδικευμένης τράπεζας νομικών πληροφοριών για τους συμβολαιογράφους και υπηρεσίες ηλεκτρονικής αλληλοπληροφόρησης των συμβολαιογράφων με οποιονδήποτε τρόπο.

    3. Το ποσό που απομένει μετά τις αφαιρέσεις κατανέμεται ισομερώς με μέριμνα του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή του εντεταλμένου συμβολαιογράφου μεταξύ των δικαιούχων της αυτής ειρηνοδικειακής περιφέρειας που αναφέρονται στο άρθρο 121.

   4. Στους υπαλλήλους του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσων συνεχίζεται να καταβάλλεται από 1.1.1997 το επίδομα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του Ν. 1868/1989. Το' επίδομα τούτο ορίζεται από 1.1.1997 σε δεκαπέντε τριακοστά και από 1.1.2000 σε δέκα τριακοστά των αποδοχών κάθε υπαλλήλου που προβλέπονται κάθε φορά από το ισχύον μισθολόγιο. Στο επίδομα αυτό συμψηφίζονται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται ως προσωπική διαφορά. Εκκρεμείς δίκες για το αντικείμενο αυτό, για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, καταργούνται.

        

Άρθρο 121

Δικαιούχοι μερίσματος.

 

  1. Δικαιούχοι μερίσματος είναι:

  α) Οι εν ενεργεία συμβολαιογράφοι, που εδρεύουν στην αυτή ειρηνοδικειακή περιφέρεια. Οι περιφέρειες των ειρηνοδικείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του παρόντος για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου θεωρούνται ως ενιαία  περιφέρεια.

  β) Οι συμβολαιογράφοι που εξέρχονται από την υπηρεσία για μία δωδεκαετία από την έξοδό τους και εφόσον λαμβάνουν σύνταξη από το Ταμείο Νομικών και δεν καταλαμβάνουν άλλη έμμισθη δημόσια υπηρεσία ή δεν ασκούν άλλο επάγγελμα για το οποίο είναι ασφαλισμένοι σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης.

  Δεν δικαιούται μερίσματος συνταξιούχος συμβολαιογράφος που δεν έχει συμπληρώσει πραγματική υπηρεσία συμβολαιογράφου είκοσι τουλάχιστον ετών. Η διάταξη αυτή ισχύει για τους συμβολαιογράφους που θα συνταξιοδοτηθούν μετά την ισχύ του παρόντος. Συνταξιούχοι συμβολαιογράφοι, που έχουν συμπληρώσει και θα συμπληρώσουν το ογδοηκοστό δεύτερο (82ο) έτος της ηλικίας τους, λαμβάνουν δια βίου το

πιο πάνω μέρισμα.

  γ) Ο επιζών σύζυγος συμβολαιογράφου, που απεβίωσε ανεξαρτήτως ετών υπηρεσίας αυτού, καθώς και τα ανήλικα ή ενήλικα τέκνα του μέχρι ηλικίας 25 ετών, εφόσον σπουδάζουν σε ανώτατα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ενήλικα τέκνα, αλλά ανίκανα προς εργασία λόγω νόσου. Οι ανωτέρω δικαιούνται να λάβουν μέρισμα επί μία δωδεκαετία από του θανάτου του συμβολαιογράφου.

  Στην περίπτωση αυτή εάν τα δικαιούχα μέρη είναι περισσότερα του ενός το μέρισμα κατανέμεται συμμέτρως.

  δ) Οι εξερχόμενοι της υπηρεσίας υπάλληλοι των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων, εφόσον έχουν συμπληρώσει εικοσιπενταετή τουλάχιστον ευδόκιμη υπηρεσία και για διάστημα δύo ετών από την έξοδό τους.

  2. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου συμβολαιογράφου, που λαμβάνει μέρισμα, ο επιζών σύζυγος και τα ανήλικα ή ενήλικα τέκνα μέχρι ηλικίας 25 ετών που σπουδάζουν σε ανώτατα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ενήλικα τέκνα που είναι ανίκανα προς εργασία λόγω νόσου και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου γ' της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται μερίσματος μέχρι τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος που ο αποβιώσας εδικαιούτο. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν καταλαμβάνει το τέταρτο εδάφιο της περιπτώσεως β' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

  3. Ως πραγματική υπηρεσία συμβολαιογράφου για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου λογίζεται ο χρόνος που αναγνωρίζεται από το Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων ως χρόνος ασφάλισης.

  4. Η ανικανότητα προς εργασία λόγω νόσου για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου βεβαιώνεται με απόφαση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας του Ταμείου Νομικών.

  5. Η μη άσκηση ετέρου επαγγέλματος και η μη ασφάλιση για το λόγο τούτο σε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος βεβαιώνεται: α) με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 του ενδιαφερομένου, β) από επικυρωμένο αντίγραφο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο. 0 Σύλλογος μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε άλλα πρόσθετα στοιχεία κρίνει αναγκαία.

          

Άρθρο 122

Διπλότυπα καταβολής δικαιωμάτων.

 

  Ο συμβολαιογράφος που συντάσσει συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 115, 117 και 118 οφείλει να επισυνάπτει σε αυτά

το διπλότυπο καταβολής των δικαιωμάτων στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο.

          

Άρθρο 123

Ανεκχώρητο και ακατάσχετο δικαιωμάτων.

 

  Τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα, που αναφέρονται στα άρθρα 115, 117 και 118: α) δεν εκχωρούνται, εκτός από τις περιπτώσεις εξόφλησης στεγαστικών δανείων από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή από οποιαδήποτε Τράπεζα και β) δεν κατάσχονται, παρά μόνο: αα) λόγω οφειλής προς τον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή τον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, από καθυστερούμενα ποσά από δικαιώματα των άρθρων 115, 117 και 118 του παρόντος και ββ) λόγω διατροφής συζύγου, ανιόντων ή κατιόντων, έως το 1/4 ολόκληρου του ποσού.

 

Άρθρο 124

Δικαιώματα επί αδειών.

 

  Συμβολαιογράφος που βρίσκεται σε κανονική ή αναρρωτική ή εκπαιδευτική άδεια και με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 δικαιούται κατά τη διάρκεια της απουσίας του να λάβει το μέρισμα από τη διανομή, σύμφωνα με το άρθρο 120 αυτού του Κώδικα.

 

Άρθρο 125

Αποκλεισμός και διακοπή καταβολής μερίσματος.

 

  1. Δεν λαμβάνει μέρισμα:

  α) Όποιος έχει τιμωρηθεί πειθαρχικώς με την ποινή της οριστικής ή προσωρινής παύσης ή έχει τεθεί σε αργία για όσο χρόνο διήρκεσε λόγω της ποινής η αποχή ή η αργία από τα καθήκοντά του.

  β) Όποιος απέχει περισσότερο από δέκα ημέρες χωρίς νόμιμο λόγο από

την άσκηση των καθηκόντων του και για όσο χρόνο διήρκεσε η αποχή.

  γ) Όποιος καθυστερεί να αποδώσει στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο δικαιώματα που έχει εισπράξει από συμβόλαια που υπάγονται στα άρθρα 115, 117 και 118 και έως την πλήρη απόδοσή τους. Η διαπίστωση των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου αυτής γίνεται από το διοικητικό συμβούλιο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, το οποίο επιβάλλει και τη διακοπή καταβολής του μερίσματος.

  2. Το μέρισμα διακόπτεται, όταν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΡΧΕΙΑ - ΑΡΧΕIΟΦΥΛΑΚΕΙΑ

 

Άρθρο 126

Σύσταση και έργο αρχειοφυλακείων.

 

  1. Σε κάθε πόλη που εδρεύουν δέκα ή περισσότεροι συμβολαιογράφοι δύναται να συσταθεί αρχειοφυλακείο, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

  2. Το αρχειοφυλακείο υπάγεται στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.

  3. Έργο του αρχειοφυλακείου είναι η φύλαξη των αρχείων των συμβολαιογράφων που παραδίδονται σε αυτό.

  4. Αντίγραφα των συμβολαίων και των εγγράφων που φυλάσσονται στο αρχειοφυλακείο χορηγούνται σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σε κάθε δε περίπτωση κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα πρωτοδικών. Τα αντίγραφα αυτά εκδίδονται από τον αρχειοφύλακα ή τον εντεταλμένο υπάλληλο του Συλλόγου.

  5. Διαθήκη μυστική ή ιδιόγραφη, που φυλάσσεται στο αρχειοφυλακείο αποδίδεται μόνο στο διαθέτη, μετά από αίτησή του και μετά από προηγούμενη σύνταξη πράξης ανάληφης διαθήκης που συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου, της οποίας αντίγραφο προσαρτάται στην πράξη κατάθεσης της διαθήκης.

  Επιπλέον επί της πράξεως κατάθεσης της διαθήκης, συντάσσεται σχετική έκθεση, που υπογράφεται από το διαθέτη και τον αρχειοφύλακα ή τον εντεταλμένο υπάλληλο του Συλλόγου.

  6. Οι διαθήκες που βρίσκονται σε αρχεία συμβολαιογράφων και φυλάσσονται στο αρχειοφυλακείο δημοσιεύονται από τον αρχειοφύλακα ή τον εντεταλμένο υπάλληλο του Συλλόγου σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζονται αναλόγως.

  7. Σε περίπτωση κατά την οποία βάσει των συμβολαίων που φυλάσσονται στο αρχειοφυλακείο απαιτείται η συνέχιση πλειστηριασμού, έκδοση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών της πόλης που εδρεύει το αρχειοφυλακείο ορίζει κατά τόπον αρμόδιο συμβολαιογράφο, ως προσωρινό κάτοχο των σχετικών συμβολαίων και εγγράφων που βρίσκονται στο αρχείο, ο οποίος ενεργεί τις σχετικές πράξεις.

          

Άρθρο 127

Πόροι αρχειοφυλακείων.

 

  1. Πόροι του αρχειοφυλακείου είναι τα δικαιώματα από την έκδοση αντιγράφων των συμβολαίων και εγγράφων που φυλάσσονται σε αυτό. Εφόσον τα έσοδα από τους πόρους του προηγούμενου εδαφίου δεν επαρκούν για τη λειτουργία του αρχειοφυλακείου, το υπόλοιπο ποσό για τις δαπάνες λειτουργίας του, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποδοχές του προσωπικού, βαρύνουν τον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.

  2. Για τέλη και δικαιώματα έκδοσης αντιγράφων και δημοσίευσης διαθηκών το αρχειοφυλακείο ή ο εντεταλμένος υπάλληλος του Συλλόγου

εισπράττει ό,τι τέλη και δικαιώματα εισπράττει και ο συμβολαιογράφος αντίστοιχα.

  

Άρθρο 128

Αρχεία αποχωρούντων συμβολαιογράφων.

 

  1. Το αρχείο συμβολαιογράφου που αποχώρησε με οποιονδήποτε τρόπο ή απεβίωσε παραδίδεται στο αρχειοφυλακείο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Σε πόλεις όπου δεν λειτουργεί αρχειοφυλακείο ή λειτουργεί και αυτό δεν επαρκεί κατά την κρίση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου να στεγάσει και άλλα αρχεία συμβολαιογράφων ισχύουν τα ακόλουθα:

  Το αρχείο συμβολαιογράφου που αποχώρησε κατά οποιονδήποτε τρόπο ή απεβίωσε παραδίδεται με απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, σε εκείνον που διορίζεται στη θέση του συμβολαιογράφου που αποχώρησε ή απεβίωσε. Η σειρά διορισμού καθορίζεται από τη σειρά επιτυχίας στο σχετικό  διαγωνισμό. Την ίδια υποχρέωση παραλαβής αρχείου έχει και ο συμβολαιογράφος που καταλαμβάνει κενή θέση με μετάθεσή του από άλλη ειρηνοδικειακή περιφέρεια.

  Σε περίπτωση που καταργηθεί η θέση συμβολαιογράφου που αποχώρησε ή απεβίωσε, το αρχείο του, με απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, παραδίδεται οριστικά σε έναν από τους συμβολαιογράφους που υπηρετεί στην αυτή πόλη ή εάν στην πόλη αυτή δεν υπηρετεί άλλος συμβολαιογράφος, τότε παραδίδεται σε έναν συμβολαιογράφο που εδρεύει στην αυτή ειρηνοδικειακή περιφέρεια και εν ελλείψει και τούτου το αρχείο παραδίδεται σε συμβολαιογράφο όμορης ειρηνοδικειακής περιφέρειας που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Μέχρι τον ορισμό οριστικού αρχειοφύλακα ο αρμόδιος εισαγγελέας ορίζει έναν από τους συμβολαιογράφους που υπηρετούν στην αυτή ειρηνοδικειακή περιφέρεια ως προσωρινό αρχειοφύλακα, ο οποίος έχει την ευθύνη φύλαξης και λειτουργίας του αρχείου.

  2. Τα ανωτέρω ισχύουν και για άλλα αρχεία συμβολαιογράφων που κατείχε ο συμβολαιογράφος που αποχώρησε ή απεβίωσε. 0 εισαγγελέας μπορεί στις περιπτώσεις αυτές να κατανέμει, με αιτιολογημένη διάταξή του, τα αρχεία του προηγούμενου εδαφίου σε περισσότερους συμβολαιογράφους που τυχόν υπηρετούν στην ίδια έδρα.

  3. Ο συμβολαιογράφος που εξέρχεται από την υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος κατέχει αρχείο υποχρεούται να το παραδώσει σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους.

  Όποιος αρνείται, παρότι προσκλήθηκε, να παραδώσει αρχείο που δεν έχει δικαίωμα να κατέχει, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν δε έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου διώκεται και κατά τις οικείες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.

  4. Στην περίπτωση κατά την οποία  είναι διορισμένος ή διοριστεί στην αυτή ειρηνοδικειακή περιφέρεια ως συμβολαιογράφος σύζυγος ή τέκνο συμβολαιογράφου που έχει εξέλθει της υπηρεσίας, ο διορισθείς δικαιούται να ζητήσει την παράδοση σε αυτόν του αρχείου του συζύγου ή του γονέα από εκείνον που το κατέχει, με τον όρο να του παραδώσει αρχείο που τυχόν ο ίδιος κατέχει κατά σειρά το αρχείο δικαιούνται τα τέκνα και από αυτά το μεγαλύτερο σε ηλικία και εφόσον δεν υπάρχουν τέκνα, ο σύζυγος.

  5. Ο οριστικός ή προσωρινός αρχειοφύλακας ενεργεί τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 126 του παρόντος.

                            

Άρθρο 129

Παράδοση αρχείου συμβολαιογράφου.

 

  1. Για την προσωρινή ή οριστική παράδοση αρχείου συμβολαιογράφου συντάσσεται σε τέσσερα αντίγραφα πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής που υπογράφεται από εκείνον που παραδίδει και από αυτόν που παραλαμβάνει το αρχείο, οι οποίοι και λαμβάνουν από ένα αντίγραφο του πρωτοκόλλου παράδοσης - παραλαβής.

  2. Εκείνος που παραδίδει το αρχείο έχει υποχρέωση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, να υποβάλλει αντίγραφο του πρωτοκόλλου παράδοσης - παραλαβής προς τον πρόεδρο του συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο και τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών.

          

Άρθρο 130

Καταστροφή εγγράφων αρχείων συμβολαιογράφων.

 

  1. Από τα συμβόλαια και από άλλα έγγραφα που προσαρτώνται στα συμβόλαια των συμβολαιογράφων ή ευρίσκονται σε αρχεία συμβολαιογράφων που φυλάσσονται σε αρχειοφυλακείο ή σε συμβολαιογράφο μπορεί να καταστραφούν:

  α) διαμαρτυρικά που έχουν συνταχθεί προ πενταετίας,

  β) συνημμένα δικαιολογητικά, που αφορούν πλειστηριασμούς που εκκρεμούν ή έχουν ενεργηθεί προ δεκαετίας, προκειμένου για ακίνητα, και προ πενταετίας, προκειμένου για κινητά, εκτός των απογράφων.

  γ) συμβόλαια μεταβίβασης αυτοκινήτων με οποιαδήποτε αιτία που έχουν συνταχθεί προ εικοσαετίας,

  δ) κάθε είδους πιστοποιητικά, βεβαιώσεις και υπεύθυνες δηλώσεις, καθώς και σχέδια συμβολαίων που έχουν καταρτισθεί από δικηγόρους και είναι συνημμένα σε συμβόλαια που έχουν υπογραφεί προ δεκαετίας.

  2. Η καταστροφή των ανωτέρω συμβολαίων, εγγράφων και δικαιολογητικών γίνεται από τον αρμόδιο αρχειοφύλακα ή συμβολαιογράφο για το αρχείο που κατέχει είτε το προσωπικό είτε άλλου συμβολαιογράφου, παρουσία συμβολαιογράφου που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Για την καταστροφή συντάσσεται πράξη από τον συμβολαιογράφο που παρίσταται, η οποία υπογράφεται από τον αρχειοφύλακα ή τον εντεταλμένο υπάλληλο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή τον κατέχοντα το αρχείο συμβολαιογράφο. Στην πράξη αυτή καταγράφονται οι αριθμοί των πράξεων και των συμβολαίων, όπως έχουν καταχωρηθεί στο ευρετήριο του συμβολαιογράφου, που θα καταστραφούν ή οι αριθμοί των πράξεων και των συμβολαίων που είναι συνημμένα τα έγγραφα που θα καταστραφούν και η χρονολογία αυτών των πράξεων ή των συμβολαίων. Αντίγραφο της πράξης καταστροφής συμβολαίων ή εγγράφων υποβάλλεται από τον συντάξαντα συμβολαιογράφο, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα σύνταξης της πράξης αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα και στον πρόεδρο του συμβουλίου ή στον δικαστή που διευθύνει το Πρωτοδικείο και στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.

  3. Συμβολαιογραφικές πράξεις, συνημμένα σε αυτές δικαιολογητικά και

άλλα έγγραφα που έχουν συνταγεί από πεντηκονταετίας και πλέον, μπορούν να παραδίδονται από τον αρχειοφύλακα ή το συμβολαιογράφο που τα κατέχει σε τοπικά νομαρχιακά ιστορικά αρχεία του κράτους, που έχουν ή θέλουν συσταθεί, για φύλαξη και έρευνα.

  4. Για τον ίδιο σκοπό μπορεί να παραδίδονται στις υπηρεσίες της προηγούμενης παραγράφου από αρχειοφύλακα ή τους συμβολαιογράφους, ορισμένα από τα έγγραφα των επί μέρους περιπτώσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα οποία και εξαιρούνται της καταστροφής.

  5. Για την παράδοση και παραλαβή των αρχείων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, που υπογράφεται από τον αρχειοφύλακα ή τον κατέχοντα το αρχείο συμβολαιογράφο, τον εκπρόσωπο της άνω υπηρεσίας και από το συμβολαιογράφο που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, υποβάλλεται δε στον αρμόδιο εισαγγελέα, στον πρόεδρο του συμβουλίου ή το δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο και στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.

 

Άρθρο 131

Μικροφωτογράφηση αρχείων.

 

  1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από αίτηση του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, μπορεί η τήρηση των αρχείων που φυλάσσονται σε αρχειοφυλακεία ή σε συμβολαιογράφο να γίνεται με το σύστημα της μικροφωτογράφησης ή με άλλα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας.

  2. Η οργάνωση και λειτουργία των αρχειοφυλακείων ρυθμίζεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Μέχρι την έκδοση των νεότερων προεδρικών διαταγμάτων

εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.

 

Άρθρο 132

Δάνεια Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

 

  Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι μπορούν να συνομολογούν απλά ή χρεολυτικά δάνεια για την απόκτηση ή επέκταση στέγης για τα γραφεία τους ή για το αρχειοφυλακείο ή για ανοικοδόμηση σε ιδιόκτητο ακίνητο ή για αναπαλαίωση ιδιόκτητων κτιρίων.

          

Άρθρο 133

Μεταφορά αρχείων στη νέα έδρα.

 

  Σε περίπτωση μετάθεσης συμβολαιογράφου που υπηρετεί σε έδρα άλλου ειρηνοδικείου του αυτού πρωτοδικείου και εφόσον καταργείται η θέση που υπηρετούσε, ο συμβολαιογράφος μπορεί να μεταφέρει στη νέα έδρα του το αρχείο του και τα αρχεία άλλου συμβολαιογράφου που κατείχε, μετά από απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών και γνώμη του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

 

          

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΙ

 

Άρθρο 134

Ειδικοί στρατιωτικοί συμβολαιογράφοι

Αρμοδιότητες - Υποχρεώσεις.

 

  1. Σε καιρό πολέμου διορίζονται ειδικοί στρατιωτικοί συμβολαιογράφοι σε σχηματισμούς, συγκροτήματα και μονάδες των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονται εκτός των ορίων του κράτους. Οι συμβολαιογράφοι του προηγούμενου εδαφίου έχουν αρμοδιότητα και υποχρέωση να συντάσσουν γενικά ή ειδικά πληρεξούσια των ενδιαφερομένων.

  2. Με τον ίδιο τρόπο διορίζονται ειδικοί στρατιωτικοί συμβολαιογράφοι στους στρατιωτικούς σχηματισμούς που βρίσκονται εκτός των ορίων του κράτους σε εκτέλεση διεθνών συμφωνιών.

 

Άρθρο 135

Διορισμός και αναπλήρωση.

 

  1. Ο διορισμός γίνεται με ημερήσια διαταγή του οικείου διοικητή και ως στρατιωτικοί συμβολαιογράφοι ορίζονται συμβολαιογράφοι που υπηρετούν υπό τις διαταγές του και σε περίπτωση έλλειψής τους δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων ή άλλοι αξιωματικοί, κατά προτίμηση δε εκείνοι που έχουν πτυχίο νομικής.

  2. Με την ίδια ή άλλη διαταγή του ίδιου διοικητή ορίζεται και ο αξιωματικός που θα αναπληρώνει τον κωλυόμενο ή απόντα στρατιωτικό συμβολαιογράφο.

 

Άρθρο 136

Αντικατάσταση.

 

  Όποιος διορίζει στρατιωτικό συμβολαιογράφο και τον αναπληρωτή του, μπορεί να τους αντικαταστήσει οποτεδήποτε με άλλους συμβολαιογράφους ή αξιωματικούς που υπηρετούν υπό τις διαταγές του.

          

Άρθρο 137

Γνωστοποίηση διορισμού ή αντικατάστασης.

 

  Στις περιπτώσεις των άρθρων 134-136 ο διορισμός ή η αντικατάσταση συμβολαιογράφου πρέπει, χωρίς αναβολή, να αναφέρεται ιεραρχικά στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, στη διεύθυνση στρατιωτικής δικαιοσύνης και τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

          

Άρθρο 138

Έκταση αρμοδιοτήτων.

 

  Οι στρατιωτικοί συμβολαιογράφοι συντάσσουν τις πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο 134 εκείνων που ανήκουν στους στρατιωτικούς σχηματισμούς, των πολιτικών υπαλλήλων και ιδιωτών, που ακολουθούν νόμιμα το σχηματισμό, καθώς και των στρατιωτικών αδιακρίτως της μονάδας στην οποία οργανικά ανήκουν.

          

Άρθρο 139

Ακυρότητα πράξεων.

 

  Συμβολαιογραφική πράξη που γίνεται από το στρατιωτικό συμβολαιογράφο μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους είναι άκυρη.

          

Άρθρο 140

Διατυπώσεις σύνταξης πράξεων.

 

  Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού ισχύουν και για τους στρατιωτικούς συμβολαιογράφους και συμπληρώνονται ως ακολούθως:

  α) Στην πρώτη πράξη που συντάσσεται από κάθε συμβολαιογράφο ή αναπληρωτή επισυνάπτεται αντίγραφο της ημερήσιας διαταγής που τον διορίζει.

  β) Σε περίπτωση που απαιτείται η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων, ως δεύτερος συμβολαιογράφος συμμετέχει ο αναπληρωτής στρατιωτικός συμβολαιογράφος, ως μάρτυρες δε εγγράμματοι που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις.

  γ) Στην πράξη επίσης αναφέρονται οι ημερήσιες διαταγές με τις οποίες διορίστηκαν ο συμβολαιογράφος που ενεργεί ή ο αναπληρωτής και εκείνος που τυχόν συμπράττει, οι σχηματισμοί των ενόπλων δυνάμεων στους οποίους αυτοί διορίστηκαν και στους οποίους ανήκουν οι δικαιοπρακτούντες και οι μάρτυρες, καθώς και ο τόπος γέννησής τους και η κατοικία τους ως πολιτών.

  δ) Τα αντίγραφα των συμβολαιογραφικών εγγράφων κυρώνονται με την

υπογραφή του συμβολαιογράφου ή του αντικαταστάτη του και με τη σφραγίδα του σχηματισμού στον οποίο αυτός διορίστηκε και σε περίπτωση έλλειψης τέτοιας σφραγίδας γίνεται ιδιαίτερη αναφορά πριν από την κύρωση με υπογραφή.

  ε) Το ευρετήριο καταχώρησης πράξεων αριθμείται και μονογραφείται σε κάθε φύλλο από τον οικείο διοικητή. Η αρίθμηση και μονογράφηση, καθώς και ο αριθμός των φύλλων βεβαιώνεται με πράξεις του ίδιου διοικητή στο τελευταίο φύλλο.

          

Άρθρο 141

Ευθύνη στρατιωτικού συμβολαιογράφου.

 

  Στρατιωτικός συμβολαιογράφος που αρνείται ή αναβάλλει αδικαιολόγητα τη σύνταξη πράξης που του επιτρέπεται με το άρθρο 134, τιμωρείται από το αρμόδιο στρατιωτικό δικαστήριο με φυλάκιση μέχρι ένα έτος, ενώ αν παραβεί από αμέλεια ή κουφότητα οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 140, τιμωρείται πειθαρχικά σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς.

          

Άρθρο 142

Απαλλαγή από καθήκοντα.

 

  Η απαλλαγή του στρατιωτικού συμβολαιογράφου από τα καθήκοντά του γίνεται:

  α) Εκτός των ορίων του κράτους με ημερήσια διαταγή του οικείου διοικητή, ο οποίος ορίζει και το στρατιωτικό συμβολαιογράφο στον οποίο θα παραδοθούν τα πρωτότυπα των πράξεων και τα έγγραφα του συμβολαιογράφου που έχει απαλλαγεί των καθηκόντων του.

  β) Αυτοδικαίως, όταν επιστρέφει στο εσωτερικό κάθε σχηματισμός στον οποίο υφίσταται συμβολαιογράφος που προβλέπεται στο κεφάλαιο τρίτο αυτού του Κώδικα.

 

Άρθρο 143

Παράδοση ευρετηρίου και αρχείων.

 

  Ο οικείος διοικητής, μόλις επιστρέψει στο εσωτερικό ο σχηματισμός που διοικεί, οφείλει να διατάξει να παραδοθούν σε έναν από τους στρατιωτικούς συμβολαιογράφους, με πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής τα ευρετήρια των συμβολαίων και τα αρχεία όλων των υπόλοιπων στρατιωτικών συμβολαιογράφων. Ο στρατιωτικός συμβολαιογράφος που παραλαμβάνει τα ευρετήρια συμβολαίων και τα αρχεία του προηγούμενου εδαφίου οφείλει να τα παραδώσει, καθώς και το δικό του αρχείο, στην αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με απόδειξη που υποβάλλεται στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας.

          

Άρθρο 144

Παράδοση αρχείων στο αρχειοφυλακείο.

 

  Το Υπουργείο Δικαιοσύνης παραδίδει τα αρχεία των τέως στρατιωτικών συμβολαιογράφων στο αρχειοφυλακείο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεδακανήσου, το οποίο εκδίδει αντίγραφα των πρωτότυπων πράξεων που παρέλαβε και των προσαρτημένων σ' αυτές εγγράφων.

        

Άρθρο 145

Ατέλεια πρωτοτύπων πράξεων.

 

  Τα πρωτότυπα των πράξεων των στρατιωτικών συμβολαιογράφων και τα αντίγραφά τους συντάσσονται ατελώς.

          

Άρθρο 146

Έκταση αρμοδιοτήτων

στρατιωτικών συμβολαιογράφων

 

  Με απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας καθορίζονται οι σχηματισμοί, τα συγκροτήματα και οι μονάδες των ενόπλων δυνάμεων όπου είναι δυνατό να διορίζονται στρατιωτικοί συμβολαιογράφοι, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του μέρους αυτού.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 147

Άκυρες και ακυρώσιμες συμβολαιογραφικές πράξεις.

 

  Συμβολαιογραφικές πράξεις άκυρες ή ακυρώσιμες, κατά τον Κώδικα Συμβολαιογράφων που προΐσχυσε, θεωρούνται από τη δημοσίευση του παρόντος έγκυρες, εκτός αν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

          

Άρθρο 148

Πλήρωση θέσεων συμβολαιογράφων

Μεταβατική διάταξη

 

  Διαδικασία για την πλήρωση θέσεων συμβολαιογράφων που έχει κινηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού του Κώδικα, εξακολουθεί μέχρι την ολοκλήρωσή της, με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις.

 

Άρθρο 149

Πειθαρχικά αδικήματα - Μεταβατική διάταξη

 

  1. Πειθαρχικά αδικήματα που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα αυτού, αν δεν εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και οι σχετικές δίκες μεταβιβάζονται στα

πειθαρχικά συμβούλια ή στα δικαστήρια που καθορίζονται από αυτόν τον

Κώδικα.

  2. Στις διατάξεις περί παραγραφής του Κώδικα αυτού υπόκεινται και τα

πειθαρχικά αδικήματα που έγιναν και πριν από την ισχύ του.

 

Άρθρο 150

Ποινική ευθύνη συμβολαιογράφου.

 

  1. Η άσκηση με οποιονδήποτε τρόπο συμβολαιογραφικών αρμοδιοτήτων, η κατ' επάγγελμα παροχή συμβολαιογραφικών συμβουλών από μη συμβολαιογράφους ή συνταξιούχους συμβολαιογράφους με αμοιβή και η συνεργασία με συμβολαιογράφους αυτών των προσώπων, με συμμετοχή στις αμοιβές, είναι παράνομες πράξεις, οι οποίες διώκονται αυτεπάγγελτα και τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

  2. Με φυλάκιση μέχρι ένα έτος τιμωρείται ο συμβολαιογράφος που αποχωρεί με οποιονδήποτε τρόπο από την υπηρεσία και δεν παραδίδει στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο τη συμβολαιογραφική του σφραγίδα ή δεν αφαιρεί από τον επαγγελματικό του χώρο την πινακίδα που εμφανίζει την παλιά ιδιότητά του.

  Τις ίδιες υποχρεώσεις έχουν και οι κληρονόμοι του συμβολαιογράφου που έχει αποβιώσει.

          

Άρθρο 151

Επαγγελματική στέγη - Προστασία.

 

  Οι συμβολαιογράφοι για τη μίσθωση των γραφείων τους υπάγονται στις

εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την προστασία της επαγγελματικής στέγης.

 

Άρθρο 152

Θέσεις προσωπικού

των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.

 

  Οι θέσεις του προσωπικού των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων της χώρας καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα μετά από πρόταση των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων, που εκδίδονται μέσα σε προθεσμία  δύο ετών από τη δημοσίευση του παρόντος. Μέχρι τότε ισχύει το άρθρο 175 του Ν.1333/1973.

      

Άρθρο 153

Σύσταση εταιριών συμβολαιογράφων.

 

  Δύο ή περισσότεροι συμβολαιογράφοι της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας μπορούν κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους να συστήνουν εταιρία αστικού δικαίου. Με προεδρικό διάταγμα ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις σύστασης και λειτουργίας της εν λόγω εταιρίας.

          

 

Άρθρο 154

Κατάργηση θέσεων συμβολαιογράφων περιφερειακών

ειρηνοδικείων Αττικής

 

  1. Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, καταργούνται θέσεις συμβολαιογράφων από τις περιφέρειες των ειρηνοδικείων. 1) Αμαρουσίου τρεις, 2) Αχαρνών δεκαπέντε, 3) Ελευσίνας δεκατέσσερις, από τις οποίες η μία των Βιλλίων, 4) Λαυρίου πέντε, από τις οποίες τέσσερις του Λαυρίου και μία των Καλυβίων, 5) Μαραθώνος τέσσερις, από τις οποίες τρεις του Καπανδριτίου και μία της Σταμάτας, 6) Μεγάρων εννέα, 7) Νέας Ιωνίας τρεις, 8) Περιστερίου τέσσερις, 9) Χαλανδρίου τέσσερις και 10) Πειραιώς μία.

  2. Συμβολαιογράφοι που υπηρετούν στις περιφέρειες των ειρηνοδικείων

της προηγούμενης παραγράφου έχουν δικαίωμα να δηλώσουν με αίτησή τους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, ότι επιθυμούν να μετατεθούν στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου Αθηνών στις εννέα πρώτες περιπτώσεις και Καλλιθέας στη δέκατη.

  3. Από τους αιτούντες μετατίθενται οι αρχαιότεροι κατά το διορισμό συμβολαιογράφοι μέχρι να καλυφθεί ο αριθμός των καταργούμενων θέσεων.

Οι μετατιθέμενοι τοποθετούνται σε προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις ως υπεράριθμοι και προηγούνται στην κάλυψη των κενών θέσεων που δημιουργούνται με την αποχώρηση συναδέλφων τους, ή τη δημιουργία νέων, μέχρι του ποσοστού 10% των κενουμένων ή των νέων θέσεων για κάθε έτος.

  4. Αν υποβληθεί μικρότερος αριθμός αιτήσεων από όσες οι καταργούμενες θέσεις, οι κατά σειρά νεότεροι κατά διορισμό παραμένουν ως υπεράριθμοι στην ίδια ειρηνοδικειακή περιφέρεια από την  οποία προέρχονται και καλύπτουν κατά σειρά αρχαιότητας τις κενούμενες θέσεις, μέχρι να συνταξιοδοτηθούν ή να αποχωρήσουν με οποιονδήποτε τρόπο από την υπηρεσία τους.

 

  *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.15 άρθρ.32 Ν.2915/2001, ΦΕΚ Α 109/29.5.2001, ορίζεται ότι:

     "15. Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, σύμφωνα  με το άρθρο 154 του Κώδικα Συμβολαιογράφων ή με το άρθρο δεύτερο του Ν.2830/2000 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, επανεξετάζονται και γίνονται δεκτές εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων αυτών, έστω και αν η μετάθεση σε άλλη ειρηνοδικειακή περιφέρεια συνεπάγεται παράλληλα και ταυτόχρονη μεταφορά της έδρας σε άλλο δήμο αυτής, είτε μόνο μεταφορά της έδρας σε άλλο δήμο της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας. Η Επιτροπή που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου δεύτερου του Ν.2830/2000 εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητές της μέχρι να επανεξετάσει όλες τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί".

 

Άρθρο 155

Διατηρούμενες σε ισχύ διατάξεις.

 

  1. Κάθε διάταξη που αντίκειται στον Κώδικα αυτόν ή ρυθμίζει θέματα που προβλέπονται από αυτόν καταργείται

  2. Διατηρούνται σε ισχύ:

  α) οι διατάξεις του Α.Κ.,

  β) οι διατάξεις του Ν. 5325/1932 "περί συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν", του Ν. 5960/1932 "περί επιταγών",

  γ) οι διατάξεις του π.δ.284/1993 "περί συστάσεως συμβολαιογραφικών εταιριών" μέχρι την έκδοση προεδρικού διατάγματος του άρθρου 153 του παρόντος,

  δ) οι διατάξεις φορολογικού περιεχομένου.

            

 

Άρθρο δεύτερο

 

  1. Συμβολαιογράφοι που υπηρετούν στις περιφέρειες των ειρηνοδικείων της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Κώδικα που κυρώνεται με το άρθρο πρώτο του παρόντος νόμου έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με αίτησή τους που υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, εντός ενός μηνός από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου, τη μετάθεσή τους στην περιφέρεια εκείνου από τα πιο πάνω ειρηνοδικεία, στην οποία αποδεδειγμένα ασκούσαν προ της 31. 12.1999 τα καθήκοντά τους.

 

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.16 άρθρ.32 Ν.2915/2001 ΦΕΚ Α 109/29.5.2001, ορίζεται ότι:

    "16. Η έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου δεύτερου του Ν.2830/2000 είναι ότι οι θέσεις που κατέχουν οι συμβολαιογράφοι, οι οποίοι μετατίθενται με αίτησή τους σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, καταργούνται"

 

  2. Οι μετατιθέμενοι συμβολαιογράφοι τοποθετούνται σε προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις ως υπεράριθμοι και προηγούνται στην κάλυφη των κενών θέσεων που δημιουργούνται με την αποχώρηση συμβολαιογράφων ή τη δημιουργία νέων, μέχρι ποσοστού 10% των κενουμένων ή νέων θέσεων για κάθε έτος.

  3. Για την απόδειξη ότι συμβολαιογράφος της πρώτης παραγράφου αυτού του άρθρου ασκεί αποδεδειγμένα τα καθήκοντά του σε άλλη ειρηνοδικειακή περιφέρεια από εκείνη στην οποία έχει διορισθεί, συνεκτιμώνται από την επιτροπή της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου: η δήλωσή του προ της 31.12.1999 στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών ή στην οικεία Δ.Ο.Υ., ότι έχει ως επαγγελματική στέγη την άλλη περιφέρεια, η σύνταξη των περισσοτέρων από τις μισές συμβολαιογραφικές πράξεις της τελευταίας τριετίας, όπως οι πράξεις αυτές προκύπτουν από τα τηρούμενα επίσημα βιβλία ή τα κείμενα των συμβολαιογραφικών πράξεων, σε άλλη περιφέρεια.. Αν ο συμβολαιογράφος έχει ασκήσει τα καθήκοντά του σε περισσότερες από μία περιφέρειες, η μετάθεση γίνεται, κατ' επιλογή του αιτούντος, στην περιφέρεια στην οποία έχει συνταγεί ο μεγαλύτερος αριθμός των συμβολαιογραφικών πράξεων ή σε εκείνη την οποία ο ίδιος έχει δηλώσει ως επαγγελματική του στέγη.

  4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτείται τριμελής επιτροπή στην οποία συμμετέχει ως πρόεδρος ένας εφέτης, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, ένας εκπρόσωπος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου και ο προϊστάμενος της αρμόδιας για τους συμβολαιογράφους Διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η επιτροπή με αιτιολογημένη απόφασή της αποφαίνεται επί των αιτήσεων εντός δύο μηνών από τη συγκρότησή της.

 

  *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.15 άρθρ.32 Ν.2915/2001, ΦΕΚ Α 109/29.5.2001, ορίζεται ότι:

    "15. Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, σύμφωνα  με το άρθρο 154 του Κώδικα Συμβολαιογράφων ή με το άρθρο δεύτερο του Ν.2830/2000 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, επανεξετάζονται και γίνονται δεκτές εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων αυτών, έστω και αν η μετάθεση σε άλλη ειρηνοδικειακή περιφέρεια συνεπάγεται παράλληλα και ταυτόχρονη μεταφορά της έδρας σε άλλο δήμο αυτής, είτε μόνο μεταφορά της έδρας σε άλλο δήμο της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας. Η Επιτροπή που προβλέπεται στην παρ.4 του άρθρου δεύτερου του Ν.2830/2000 εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητές της μέχρι να επανεξετάσει όλες τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί".

  5. Οι συμβολαιογράφοι που μετατίθενται και εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Κώδικα μεταφέρουν το προσωπικό τους αρχείο στην ειρηνοδικειακή περιφέρεια στην οποία μετατίθενται.

        

Άρθρο τρίτο

Έναρξη ισχύος.

 

  Η ισχύς του παρόντος άρχεται μετά παρέλευση δύο μηνών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην της διάταξης του άρθρου 147 του παρόντος, η ισχύς του οποίου αρχίζει από τη δημοσίευσή του και των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 4, η ισχύς των οποίων αρχίζει μετά παρέλευση έξι μηνών από τη δημοσίευσή του.

  Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 16 Μαρτίου 2000

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ                               ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠ.- ΑΘ. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ                 Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ                           ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Λ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ                              Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

 

Αθήνα, 16 Μαρτίου 2000

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ