Αρ.Πρωτ.:7/22-1-2007. Θέμα:«Κοινοποίηση διατάξεων για θέματα είσπραξης δημοσίων εσόδων»

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ         Θεσσαλονίκη 22.1.2007
ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ                    Αρ.Πρωτ.7

Προς:
Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου
Εφετείου Θεσσαλονίκης

Θέμα: «Κοινοποίηση διατάξεων για θέματα
είσπραξης δημοσίων εσόδων»

Σας διαβιβάζουμε την με αριθμ.πρωτ.1114305/8860/0016/ ΠΟΛ.1148/28-12-2006 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών σχετική με το άνω θέμα για να λάβετε γνώση.

           Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
          Η Πρόεδρος                  Η Γεν. Γραμματέας
Ιωάννα Χρουσαλά-Μπιλίση  Πολυξένη Παρατήρα

                                                               ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ
                                                               Να σταλεί και με e-mail
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ &
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ
ΘΕΜΑΤΩΝ                                                Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 2006
ΓΕΝ.ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ          Αριθ.Πρωτ.1114305/8860/0016
Δ/ΝΣΗ 16η (ΕΙΣΠΡ. ΔΗΜ. ΕΣΟΔΩΝ)       ΠΟΛ.: 1148
ΤΜΗΜΑΤΑ: Α’, Β’, Γ’
                                                                       ΠΡΟΣ: Ως Π.Δ.
Ταχ.Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ.Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Τηλέφωνα : α) Για τις ενότητες Α, Β, Γ
210 3635439 & 210 3635480
β) Για τις ενότητες Β & Δ
210 3635479 & 210 3636489
γ) Για την ενότητα Ε
210 3614718 & 210 3614303
FAX : 210 3635077 & 210 3611752

ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση διατάξεων για θέματα είσπραξης δημοσίων εσόδων».

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις που περιέχονται στο Κεφάλαιο Γ’ «Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων» του Νόμου «Μεταβολές στη Φορολογία Εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε από τη Βουλή ως άρθρα 17, 18 και 19 αυτού, που ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2007, για ενημέρωση και ενιαία εφαρμογή αυτών.

Α. ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ
Αναφέρονται οι κυριότερες μεταβολές για τη χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής.
1) Υπολογισμός παραβόλου, υπέρ του Δημοσίου, που καταβάλλεται με την αίτηση για την εξέταση αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής
καταβολής. Το παράβολο αυτό ορίζεται σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5‰) επί της υπαγομένης σε διευκόλυνση βασικής οφειλής με ανώτατο όριο παραβόλου τα εννιακόσια (900) ευρώ.
Η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του παραβόλου αυτού απλουστεύει αφενός τη διαδικασία και αφετέρου μειώνει το παράβολο αυτό για τους μικροοφειλέτες, δεδομένου ότι για διευκόλυνση σε οφειλή 1.000 ευρώ απαιτείται πλέον παράβολο 5 ευρώ αντί 15 ευρώ παλαιότερα, για οφειλή 1.500 απαιτείται παράβολο 7,5 ευρώ αντί 15 ευρώ κλπ. (διατάξεις παρ.1 άρθρου 18 ν.2648/98 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ.1 άρθρου 17). Το παράβολο αυτό είναι προτιμότερο να εισπράττεται με την έκδοση αποδεικτικού είσπραξης τύπου Α’ στον Κ.Α.Ε. 3741αντί της διάθεσης εντύπων παραβόλων.
2) Απαλλαγή από την καταβολή παραβόλου της επανεξέτασης αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής από την Γνωμοδοτική Επιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων. Αν όμως στην επανεξέταση συμπεριλαμβάνονται οφειλές για πρώτη φορά υποχρεωτικά από το νόμο, τότε καταβάλλεται παράβολο που υπολογίζεται μόνο επί των νέων αυτών οφειλών, ήτοι βασικής οφειλής ληξιπροθέσμων και μη (διατάξεις περίπτωσης δ παρ.1 άρθρου 18, όπως αυτό ισχύει).
3) Στη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμης οφειλής περιλαμβάνονται υποχρεωτικά και όλες οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις της συγκεκριμένης οφειλής (συγκεκριμένης εγγραφής) και για το λόγο αυτό αυξάνεται ο αριθμός των δόσεων της πρώτης ή της δεύτερης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής πέραν του αθροίσματος των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του άρθρου 17 ν.2648/98, κατά τον αριθμό των μη ληξιπροθέσμων δόσεων. Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερες εγγραφές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις προστίθεται ο αριθμός των μη ληξιπροθέσμων δόσεων της εγγραφής που έχει τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις (διάταξη παρ.2 άρθρου 18, όπως αυτό ισχύει). Αν υπάρχουν εγγραφές, που δεν έχουν καμία ληξιπρόθεσμη δόση, αυτές δεν περιλαμβάνονται στη διευκόλυνση.
Σε κάθε περίπτωση οι δόσεις της διευκόλυνσης δεν μπορεί να είναι περισσότερες των σαράντα οκτώ (48).
4) Στη διευκόλυνση δεν συμπεριλαμβάνονται μη ληξιπρόθεσμες δόσεις από φόρους κληρονομιών – δωρεών – γονικών παροχών, αλλά μόνο οι ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτών.
5) Το ποσό της πρώτης δόσης κάθε διευκόλυνσης (πρώτης, δεύτερης ή επανεξέτασης) μπορεί να είναι αυξημένο σε σχέση με το ποσό των υπολοίπων δόσεων όταν υπάρχει αίτηση για χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας ή εφόσον ζητείται προκειμένου να ανασταλεί πρόγραμμα πλειστηριασμού, άλλο μέτρο είσπραξης, ποινική διαδικασία, κ.λπ.
Για το λόγο αυτό πρέπει να αναγράφεται από τον οφειλέτη στην αίτηση διευκόλυνσης ή επανεξέτασης ο λόγος για τον οποίο αυτή ζητείται, ώστε να αξιολογείται από το αρμόδιο όργανο για τον καθορισμό της πρώτης δόσης αυτής. ΄Αλλωστε η αιτία για την οποία ζητείται η διευκόλυνση είναι απαραίτητη με βάση τις αρχικές διατάξεις του άρθρου 17 ν.2648/1998 αφού είναι ένα από τα κριτήρια και προβλέπεται ειδικός συντελεστής βαρύτητας για κάθε αιτία που ζητείται η διευκόλυνση (τελευταίο εδάφιο παρ.3 άρθρου 18, όπως αυτό ισχύει).
6) Τα ευεργετήματα, που καθορίζονται στην παρ.3 του άρθρου 13 ν.2648/98 παρέχονται μόνο στην πρώτη διευκόλυνση, ήτοι η απαλλαγή από την πληρωμή του 30% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν την οφειλή από την ημερομηνία χορήγησης της διευκόλυνσης και μετά, καθώς και απαλλαγή από την πληρωμή του συνόλου των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης εφόσον ο υπόχρεος συμμορφώνεται πλήρως, (διατάξεις παρ.5 άρθρου 18 ν.2648/98, όπως αυτό ισχύει).
7) Καταργείται ως λόγος θεμελίωσης δικαιώματος επανεξέτασης (άπαξ), για αύξηση του αριθμού των δόσεων της πρώτης ή δεύτερης διευκόλυνσης η διαπίστωση σημαντικής και αποδεδειγμένης μεταβολής των οικονομικών δεδομένων του οφειλέτη μόνο κατά τη διάρκεια της διευκόλυνσης. ΄Ετσι μπορεί κάθε οφειλέτης να ζητά αύξηση του αριθμού των μηνιαίων δόσεων (μέχρι 48) από το αρμόδιο όργανο, αρκεί να υπάρχει διαρκής και αποδεδειγμένος λόγος οικονομικής αδυναμίας.
Ταυτόχρονα, μειώνεται ο χρόνος υποβολής της αίτησης επανεξέτασης διευκόλυνσης από 3 σε 2 μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη καταβολή της δόσης της διευκόλυνσης (διατάξεις παρ.3, άρθρου 17).
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι οδηγίες που παρασχέθηκαν με την αριθμ. 1033972/2420/0016/03.04.06 εγκύκλιο.

Παραδείγματα ενότητας Α:
Επί των παραπάνω μεταβολών παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα, για ενιαία εφαρμογή.
Παράδειγμα 1ο
Έστω, ότι σε βάρος του Α οφειλέτη έχουν βεβαιωθεί: α) 190.000 Ευρώ από περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, που πρέπει να πληρωθούν σε 18 μηνιαίες δόσεις εκ των οποίων έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες οι 5 πρώτες μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης και β) υπάρχουν άλλες εγγραφές, που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες στο σύνολό τους. Το σύνολο των οφειλών δεν υπερβαίνει τις 600.000 Ευρώ και επομένως το αίτημα εξετάζεται από τη Δ.Ο.Υ.
Έστω ότι το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας του άρθρ.17 ν.2648/98 ανέρχεται σε 19.
Σε αυτή την περίπτωση ο συνολικός αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης θα είναι 19 + 13 = 32 μηνιαίες δόσεις.

Παράδειγμα 2ο
Έστω, ότι ο Β οφειλέτης οφείλει:
α) Ληξιπρόθεσμες οφειλές από Φόρο Εισοδήματος
β) Δύο ληξιπρόθεσμες δόσεις από φόρο κληρονομιάς επί συνόλου δόσεων είκοσι τεσσάρων διμηνιαίων (οι υπόλοιπες 22 μη ληξιπρόθεσμες).
γ) Τρεις ληξιπρόθεσμες δόσεις από φορολογικό έλεγχο επί συνόλου δόσεων έξι (6) (Οι υπόλοιπες 3 μη ληξιπρόθεσμες)
Έστω ότι το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων ανέρχεται σε είκοσι δύο (22) και η εξέταση του αιτήματος διευκόλυνσης είναι αρμοδιότητος Δ.Ο.Υ.
Ο συνολικός αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης είναι 22 + 3 = 25 (δεν υπολογίζονται και δεν περιλαμβάνονται στη διευκόλυνση οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις του φόρου κληρονομίας, που όμως αν γίνουν ληξιπρόθεσμες μπορεί να ζητηθεί χωριστή διευκόλυνση από τον οφειλέτη).

Παράδειγμα 3ο
Έστω ότι ο οφειλέτης Γ οφείλει ληξιπρόθεσμα χρέη, ζήτησε και του χορηγήθηκε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και κατέβαλε την πρώτη δόση.
Πριν την παρέλευση διμήνου από την καταβολή της πρώτης δόσης της διευκόλυνσης υποβάλλει αίτημα επανεξέτασης στην Επιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων αρ.15 ν.2648/1998 (μέσω της Δ.Ο.Υ.), προκειμένου να αυξηθούν οι δόσεις της διευκόλυνσης επικαλούμενος διαρκή λόγο σημαντικής οικονομικής αδυναμίας.
Στο διάστημα που μεσολάβησε έχουν λήξει δύο δόσεις από βεβαίωση μετά από φορολογικό έλεγχο, επί συνόλου δόσεων έξι (τέσσερις δόσεις μη ληξιπρόθεσμες από τη συγκεκριμένη εγγραφή).

Προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα της επανεξέτασης πρέπει:
α) να κατατεθεί η σχετική αίτηση στη Δ.Ο.Υ.
β) να πληρωθεί παράβολο αξίας ίσης με το 5‰ του συνολικού ποσού βεβαίωσης που οφείλεται μόνο από τον φορολογικό έλεγχο.
γ) να επισυναφθούν στην αίτηση τα σχετικά δικαιολογητικά που τεκμηριώνουν το αίτημά του για αύξηση του αριθμού των δόσεων.
Στην επανεξέταση θα ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή:
α) Το ποσό της πρώτης διευκόλυνσης
β) Ολόκληρο το ποσό της βεβαίωσης από τον φορολογικό έλεγχο, αφού έχουν γίνει δύο δόσεις ληξιπρόθεσμες από την εγγραφή αυτή.
γ) Τα κριτήρια με τους συντελεστές βαρύτητας αυτών όπως προσδιορίζονται από τη Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τη διάταξη άρθρ.17 Ν.2648/98.
δ) Ο αριθμός των μη ληξιπροθέσμων δόσεων (κατά την ημέρα της αίτησης) από τον φορολογικό έλεγχο, ήτοι 4 δόσεις, που θα προστεθούν στους συντελεστές βαρύτητας των κριτηρίων για να προσδιοριστεί ο αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης.

Β. ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 82 Κ.Ε.Δ.Ε.
Καταργείται το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ της παρ.1 του άρθρου 82 του ν.δ.356/74 (Κ.Ε.Δ.Ε.) και προστίθεται νέα περίπτωση (δ) στην παράγραφο 1 του άρθρου 82, που επιτρέπει τον περιορισμό (μερικό ή ολικό) από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που επιβαρύνουν την οφειλή φυσικών ή νομικών προσώπων, που παρουσιάζουν μερική φοροδοτική ικανότητα, ήτοι παρουσιάζουν σημαντική οικονομική αδυναμία για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.

Γ. ΒΕΒΑΙΩΣΗ – ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΣΟΔΩΝ
1) Δεν συντάσσονται χρηματικοί κατάλογοι για βεβαίωση ποσού μικρότερου των τριάντα (30) ευρώ ανά οφειλέτη, εφόσον όμως συνταχθούν εκ παραδρομής από την βεβαιούσα αρχή, επιστρέφονται χωρίς να βεβαιωθούν από το τμήμα Εσόδων της Δ.Ο.Υ. (Διάταξη παρ.1 άρθρου 18).
Αν ο χρηματικός κατάλογος περιλαμβάνει πολλούς οφειλέτες, μερικοί εκ των οποίων έχουν οφειλή μικρότερη των τριάντα (30) ευρώ, συντάσσεται απόσπασμα χρηματικού καταλόγου με τους οφειλέτες αυτούς και επιστρέφεται (το απόσπασμα) στη βεβαιούσα αρχή, χωρίς τα ποσά αυτά να καταχωρηθούν στο βιβλίο παραλαβής εισπρακτέων εσόδων (το ποσό του Α.Τ.Β. είναι μειωμένο κατά το ποσό αυτό).
2) Δεν συντάσσονται τίτλοι έκπτωσης (Α.Φ.Ε.Κ.) για επιστροφές φόρων και λοιπών εσόδων για ποσό μικρότερο των πέντε (5) ευρώ, εφόσον όμως αυτά συνταχθούν από την αρμόδια αρχή και κατά την εκκαθάριση προκύψει προς επιστροφή ποσό μικρότερο των 5 ευρώ, αυτό δεν επιστρέφεται από το τμήμα Εσόδων της Δ.Ο.Υ. (διάταξη παρ.2 άρθρου 18).
3) Οι μέχρι την 31.12.2005 βεβαιωμένες ανείσπρακτες οφειλές στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων ή τρίτων διαγράφονται οίκοθεν με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, εφόσον το συνολικό ποσό της βασικής οφειλής ανά οφειλέτη δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) Ευρώ την ημερομηνία ισχύος της διάταξης ήτοι την 01.01.2007 (διάταξη παρ.5 άρθρου 18).
Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση νέων βεβαιώσεων μετά την 31.12.2005, οπότε το εισπρακτέο υπόλοιπο, έχει μεταβληθεί, δεν διαγράφεται το παραπάνω εισπρακτέο υπόλοιπο.
Οι διαγραφές δεν θα γίνουν από τη Δ.Ο.Υ. χωριστά για κάθε οφειλέτη, αλλά θα γίνουν συγκεντρωτικά με βάση σχετικό πρόγραμμα του TAXIS, όταν αυτό θα είναι έτοιμο προς εφαρμογή και με βάση τις οδηγίες που θα σας δοθούν από τη Δ.30 Εφαρμογών Η/Υ.

Δ. ΜΗ ΛΗΨΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ.
1) Αυξάνεται από εκατόν πενήντα (150) ευρώ που ισχύει σήμερα σε τριακόσια (300) ευρώ, το ποσό της οφειλής για το οποίο δεν λαμβάνονται αναγκαστικά μέτρα είσπραξης κατά των οφειλετών που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, βεβαιωμένες στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες υπέρ του δημοσίου, νομικών προσώπων και τρίτων, πλην του μέτρου της κατάσχεσης απαιτήσεων των οφειλετών στα χέρια τρίτων.
Διευκρινίζεται ότι, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των βεβαιωμένων με διάφορα τριπλότυπα βεβαίωσης χρεών του οφειλέτη από κάθε αιτία (για την καταβολή των οποίων ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης, συνυπόχρεος, εγγυητής κ.λπ.) και όχι μεμονωμένες οφειλές αυτού. Στο ανωτέρω ποσό υπολογίζεται μόνο η βασική οφειλή και δεν περιλαμβάνονται οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Σημειώνεται ότι, η πιο πάνω ρύθμιση δεν ισχύει για πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας καθώς και για οφειλές υπέρ Ο.Τ.Α. για την είσπραξη των οποίων εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι μέχρι σήμερα διατάξεις.
Αναγκαστικά μέτρα είσπραξης που έχουν επιβληθεί μέχρι και 31.12.2006 για ληξιπρόθεσμες οφειλές, κατά το χρόνο της επιβολής τους, μικρότερες του ανωτέρω ποσού των τριακοσίων (300) ευρώ, αίρονται μόνο εφόσον υποβληθεί αίτηση από τον οφειλέτη και εξοφληθούν τα έξοδα διοικητικής εκτέλεσης (διατάξεις παρ.3 άρθρου 18).
2) Προστίθεται νέο εδάφιο στο άρθρο 31 του ν.δ.356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) και ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή κατάσχεσης επί μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικώς σε βάρος οφειλετών του Δημοσίου, εφόσον το ποσό αυτών, αφαιρουμένων των υποχρεωτικών εισφορών, είναι μέχρι εξακόσια (600) ευρώ μηνιαίως.
Αν ο μισθός, η σύνταξη ή το βοήθημα υπερβαίνει τα εξακόσια (600) ευρώ μηνιαίως επιτρέπεται η κατάσχεση μέχρι του 25% αυτών, όμως σε κάθε περίπτωση το εναπομένον ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ.
Οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι και 31.12.2006 σε βάρος οφειλετών που υπάγονται στις ανωτέρω περιπτώσεις αίρονται ή περιορίζονται κατά περίπτωση, μόνο μετά από αίτηση του οφειλέτη στην οποία επισυνάπτονται τα απαραίτητα στοιχεία από τα οποία προκύπτει το συνολικό ύψος των αποδοχών ή συντάξεων (διατάξεις παρ.4 άρθρου 18).
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που ο οφειλέτης του Δημοσίου λαμβάνει σύνταξη ή μισθό ή ασφαλιστικά βοηθήματα από δύο ή περισσότερους φορείς, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό αυτών και επιτρέπεται η κατάσχεση του 25% αυτών, όμως το εναπομένον ποσό από το σύνολό τους να μην είναι μικρότερο των εξακοσίων ευρώ.
Στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται το ακριβές ποσό που κατάσχεται (όχι ποσοστό), ώστε να εφαρμόζεται ο περιορισμός που τίθεται από το νόμο, ήτοι το ποσό που απομένει στον οφειλέτη να μην είναι μικρότερο των εξακοσίων (600) ευρώ.

Ε. ΡΥΘΜΙΣΗ ΧΡΕΩΝ ΠΤΩΧΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ

Με το άρθρο 19 προστίθεται μετά το άρθρο 62 του ν.δ.356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) άρθρο 62 Α, σύμφωνα με το οποίο πτωχευτικά χρέη πτωχών οφειλετών του Δημοσίου μπορεί να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του υποχρέου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν.2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α’), εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ανεξάρτητα αν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο. Αν το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ το αίτημα εξετάζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με τη διαδικασία του εξωπτωχευτικού συμβιβασμού (ΠΟΛ 1118/13.11.03).
Η ρύθμιση αυτή μπορεί να αφορά είτε στην απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από την καταβολή μέρους ή όλων των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων με εφάπαξ καταβολή του υπολοίπου, είτε σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να υπερβεί τις ενενήντα (90), είτε σε συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων. Η αποδοχή της ρύθμισης από τον πτωχό οφειλέτη γίνεται με ρητή, ανεπιφύλακτη και χωρίς όρους δήλωσή του, η οποία καταχωρίζεται στο σώμα της απόφασης του Υπουργού, υπογράφεται παρουσία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου μέσα σ’ ένα μήνα από την πρόσκλησή του, η πρώτη δόση είναι καταβλητέα μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία αποδοχής της ρύθμισης από τον οφειλέτη και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη μέρα καθενός από τους επόμενους μήνες. Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Υπουργού οι δόσεις δεν επιβαρύνονται με επιπλέον προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός εάν καθυστερήσει η καταβολή τους.
Για την εξέταση του αιτήματος δεν απαιτείται πληρωμή παραβόλου.
Σε περίπτωση μη καταβολής τριών (3) συνεχών μηνιαίων δόσεων η ρύθμιση ανατρέπεται αυτοδίκαια, χωρίς δήλωση του Δημοσίου, με συνέπεια το χρέος να καθίσταται αμέσως απαιτητό με απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης και με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης, ήτοι με το σύνολο των προσαυξήσεων που το επιβαρύνουν (φορολογικών προσαυξήσεων ή εκπρόθεσμης καταβολής ή προστίμων) ανάλογα με τα ευεργετήματα που έχουν παρασχεθεί με τη ρύθμιση.
Τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι την ημερομηνία ανατροπής της ρύθμισης πιστώνονται στην αρχική οφειλή με βάση την ημερομηνία καταβολής τους. Αυτό ισχύει μόνο για τις ρυθμίσεις χρεών πτωχών οφειλετών που χορηγούνται μέσω της ανωτέρω Επιτροπής.
Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου μπορεί να υπαχθούν στη ρύθμιση και χρέη πτωχού οφειλέτη για την πληρωμή των οποίων ευθύνεται προσωπικά ενώ αυτά έχουν βεβαιωθεί σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό δεν κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης (π.χ. οφειλές ομορρύθμου εταιρείας, της οποίας κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης ένα ομόρρυθμο μέλος).
Εξαιρούνται της ρύθμισης αυτής όσοι οφειλέτες έχουν ήδη υπαχθεί σε εξωπτωχευτικό συμβιβασμό και είναι συνεπείς με τους όρους του.
Επισημαίνεται ότι δεν θα διαβιβάζονται αιτήματα για ρύθμιση εάν δεν έχουν με την αίτηση συνυποβληθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά, όπως αυτά αναφέρονται στην εγκύκλιο αρ.1065481/5617/0016/ΠΟΛ 1118/13.11.03.

               Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη της Γραμματείας                   Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
                                                             ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
                                                                           Αντώνιος Μπέζας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

ʼρθρο 17
Διευκολύνσεις ληξιπρόθεσμων χρεών

1. Το άρθρο 18 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«ʼρθρο 18
Περιορισμοί

1. Προϋπόθεση για την εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αποτελεί η πληρωμή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου που ανέρχεται σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5%ο) επί της υπαγόμενης σε διευκόλυνση βασικής οφειλής, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου όταν η αίτηση αφορά:
α) στη διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α)(Κ.Ε.Δ.Ε.),
β) στην απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974,
γ) στην επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 14, με εξαίρεση την οφειλή για την οποία χορηγείται διευκόλυνση για πρώτη φορά.
2. Η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή. Αν όμως στην ίδια οφειλή, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης, υπάρχουν και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, τότε περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και το ποσό αυτών στην απόφαση της διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις οφειλές από φόρους κληρονομιών - δωρεών - γονικών παροχών. Στις δόσεις που προκύπτουν από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του προηγούμενου άρθρου προστίθεται ο αριθμός των δόσεων που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Αν υφίστανται δύο ή περισσότερες οφειλές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, ο συνολικός όμως αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48).
3. Στον ίδιο υπόχρεο και για την ίδια οφειλή επιτρέπεται χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής. Η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης, με βάση τα κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, καθώς και με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, όμως ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης που απωλέστηκε, η δε πρώτη δόση αυτής θα είναι ίση με ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της οφειλής για την οποία χορηγείται η τρίτη διευκόλυνση. Επίσης σε κάθε περίπτωση που χορηγείται διευκόλυνση για αναστολή μέτρου είσπραξης ή χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται αυξημένο ποσό πρώτης δόσης.
4. Επιτρέπεται επανεξέταση άπαξ από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 15 κατά τη διάρκεια της πρώτης ή δεύτερης διευκόλυνσης για αύξηση του αριθμού των δόσεων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος.
5. Τα ευεργετήματα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 παρέχονται μόνο στην πρώτη διευκόλυνση εφόσον ο υπόχρεος συμμορφώνεται πλήρως, ήτοι καταβάλλει κανονικά όλες τις μηνιαίες δόσεις αυτής. Για την απόκτηση των ευεργετημάτων του άρθρου 19 πρέπει να καταβληθεί τουλάχιστον η πρώτη δόση της διευκόλυνσης, καθώς και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν υπάγονται
σε διευκόλυνση.
6. Ο οφειλέτης χάνει το ευεργέτημα της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής.»
2. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα μέλη της Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους, μέχρι τέσσερις εισηγητές με τους αναπληρωτές τους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, από τους προϊσταμένους τμημάτων ή υπαλλήλους ΠΕ κατηγορίας της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, καθώς και ο γραμματέας αυτής με τον αναπληρωτή του.»
3. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Οφειλετών που ζητούν την επανεξέταση του αιτήματός τους για αύξηση του αριθμού των δόσεων της διευκόλυνσης που τους χορηγήθηκε από το αρμόδιο όργανο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 17 του παρόντος νόμου. Το αίτημα για την επανεξέταση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη πληρωμή της δόσης της προηγούμενης διευκόλυνσης και περιλαμβάνει το υπόλοιπο ποσό αυτής, καθώς και τις οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από τη χορήγηση της μέχρι την ημέρα υποβολής της αίτησης επανεξέτασης.»
4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του ν. δ. 356/1974 καταργείται.
5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 82 του ν. δ. 356/1974 προστίθεται περίπτωση δ' που έχει ως ακολούθως:
«δ) από οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που παρουσιάζουν μερική φοροδοτική ικανότητα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να περιοριστούν ολικά ή μερικά οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν την οφειλή.»

ʼρθρο 18
Βεβαίωση - Είσπραξη και Επιστροφή Εσόδων

1. Η κατά τις κείμενες διατάξεις βεβαίωση τίτλων είσπραξης φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται όταν το προς βεβαίωση ποσό είναι μικρότερο των τριάντα (30) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά.
2. Η κατά τις κείμενες διατάξεις επιστροφή φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται όταν το προς επιστροφή ποσό είναι μικρότερο των πέντε (5) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά.
3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 39 του ν.2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Αμελείται η λήψη των προβλεπόμενων, από τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ.356/1974) αναγκαστικών μέτρων είσπραξης σε βάρος οφειλετών, εκτός του μέτρου της κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτων, εφόσον οι συνολικές βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές τους σε δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων ή τρίτων δεν υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ, εκτός των οφειλών από πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και οφειλών υπέρ Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.»
Αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος οφειλετών, για οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη, εφόσον εξοφληθούν τα έξοδα διοικητικής εκτέλεσης.
4. Στο τέλος του άρθρου 31 του ν. δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικώς, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των εξακοσίων (600) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ.»
Κατασχέσεις, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη.
5. Οι μέχρι την 31.12.2005 βεβαιωμένες ανείσπρακτες οφειλές στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων ή τρίτων, διαγράφονται, εφόσον το συνολικό ποσό της βασικής οφειλής ανά οφειλέτη, κατά την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ. Η διαγραφή γίνεται οίκοθεν με πράξεις του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ κατά τις διατάξεις του π.δ. 16/1989 (ΦΕΚ6 Α').
6. Στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α'), όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α') και με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3470/2006 (ΦΕΚ 132 Α'), υπάγονται και οι οφειλές, οι οποίες είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες στις Τράπεζες μέχρι 31.12.2005, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. Τα ευεργετήματα των ανωτέρω διατάξεων παρέχονται για μεν τις οφειλές που έχουν ήδη βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ, εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από την ισχύ της διάταξης αυτής, για δε τις οφειλές της ίδιας κατηγορίας που βεβαιώνονται μετά την ισχύ της διάταξης εφόσον εξοφληθούν εντός τριμήνου από τη βεβαίωση τους στις Δ.Ο.Υ.

ʼρθρο 19
Ρυθμίσεις χρεών πτωχών οφειλετών

Μετά το άρθρο 62 του ν.δ. 356/1974 «Περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» προστίθεται άρθρο 62 Α', που έχει ως εξής:

«ʼρθρο 62 Α
Ρύθμιση χρεών πτωχών
οφειλετών του Δημοσίου

1. Τα πτωχευτικά χρέη των πτωχών οφειλετών του Δημοσίου που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) και στα Τελωνεία μπορεί να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α'), στην οποία προστίθενται, ως μέλος ένας Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δύο εισηγητές, εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Αν το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, το αίτημα εξετάζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
2. Ως βασικό χρέος θεωρείται το σύνολο των βεβαιωμένων χρεών, έστω και αν αυτά δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, όπως το ύψος τους έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ρύθμισης, μετά και από τυχόν πληρωμή ή νόμιμη διαγραφή, χωρίς τις κατά το άρθρο 6 του παρόντος, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
3. Η ρύθμιση μπορεί να αφορά είτε στην απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από την καταβολή μέρους ή όλων των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων με εφάπαξ καταβολή του υπολοίπου, είτε στην καταβολή του βασικού χρέους και των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις, είτε σε συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων. Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις ενενήντα (90). Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για τη ρύθμιση, οι δόσεις δεν επιβαρύνονται με επιπλέον προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός εάν καθυστερήσει η καταβολή τους. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία αποδοχής της ρύθμισης από τον οφειλέτη και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα καθενός από τους επόμενους μήνες.
4. Η ρύθμιση τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης πληρωμής τριών (3) συνεχών μηνιαίων δόσεων. Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης του οφειλέτη προς τους όρους της ρύθμισης, το ποσό των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,
των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων που απαλλάχθηκε με τη ρύθμιση ο οφειλέτης, διαγράφεται από τα οικεία βιβλία της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου, κατά περίπτωση, εκτός εάν υπάρχουν συνυπόχρεα για την καταβολή του πρόσωπα, οπότε αναζητούνται από αυτά. Σε περίπτωση πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η ρύθμιση ανατρέπεται αυτοδίκαια, χωρίς δήλωση του Δημοσίου, με συνέπεια να καθίσταται αμέσως απαιτητό το υπόλοιπο χρέος με το σύνολο των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής με τις οποίες επιβαρύνεται από τη βεβαίωση του μέχρι την εξόφληση του.
5. Η αποδοχή της ρύθμισης από τον πτωχό οφειλέτη γίνεται με ρητή, ανεπιφύλακτη και χωρίς όρους δήλωση του που καταχωρίζεται στο σώμα της απόφασης για τη ρύθμιση και υπογράφεται από αυτόν παρουσία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου μέσα σε ένα (1) μήνα από την πρόσκληση του. Η αποδοχή της ρύθμισης αποτελεί αναγνώριση της ύπαρξης και του ύψους του παλαιού χρέους (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής).
6. Από την ημέρα υποβολής της αίτησης ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή των χρεών για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση, η δε παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από το χρόνο ανατροπής της ρύθμισης ή της έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ή της έγγραφης άρνησης αποδοχής της ρύθμισης ή της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για την αποδοχή αυτής, κατά περίπτωση.
7. Για τη ρύθμιση απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να έχει κηρυχθεί και να βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης ο οφειλέτης ή ο αιτών που ευθύνεται για την πληρωμή χρεών άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, έστω και αν το τελευταίο δεν έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, β) τα χρέη να είναι προς το Δημόσιο ή και προς τρίτους μόνον εφόσον έχουν συμβεβαιωθεί με τα χρέη προς το Δημόσιο, γ) τα χρέη να είναι πτωχευτικά, δ) ο αιτών να μην έχει καταδικασθεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πτώχευσης, για το αδίκημα της δόλιας χρεωκοπίας, ούτε να έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη ή να εκκρεμεί ποινική δίκη για το αδίκημα αυτό.
8. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί για την αποδοχή ή μη της αίτησης ρύθμισης του πτωχού οφειλέτη μετά από συνεκτίμηση στοιχείων, που αφορούν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και από τα οποία αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία άμεσης ή και εφάπαξ πληρωμής του συνόλου ή μέρους των χρεών του και στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται το επισφαλές ή μη της είσπραξης των απαιτήσεων του Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται ιδίως: α) η ύπαρξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας του πτωχού, η αξία και τα τυχόν βάρη αυτής, β) η εν γένει οικονομική και επαγγελματική κατάσταση, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του πτωχού και των μελών της οικογένειας του, γ) οι προς τρίτους υποχρεώσεις του (υποχρέωση διατροφής, χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες), δ) το ύψος και το είδος των χρεών (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής), ε) το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία της πτώχευσης, η ύπαρξη ή μη πτωχευτικής περιουσίας και η αξία αυτής, η αναγγελία ή μη άλλων πιστωτών, τα προνόμια και το ύψος των απαιτήσεων αυτών.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω.»

…….ʼρθρο 39
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:

α) των άρθρων 1 (παράγραφοι 4, 5 ), 2, 3 (παράγραφοι 1, 2 και 3 ), 4 (παράγραφοι 7, 9 και 10), 5 (παράγραφοι 3, 7, 8, 9 και 11), 10 (παράγραφοι 2 και 3) από 1ης Ιανουαρίου 2007 για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά,
β) των άρθρων 1 (παράγραφοι 8 και 9), 4 (παράγραφοι 11 και 12) και 5 (παράγραφοι 1 και 5) από το οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των επόμενων,
γ) του άρθρου 5 (παράγραφος 4) από το οικονομικό έτος 2006 για τα εισοδήματα αυτού του οικονομικού έτους και επόμενων,
δ) του άρθρου 8 (παράγραφοι 1, 2 και 3) για δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά,
ε) του άρθρου 9 (παράγραφοι 3 και 4) από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1 η Ιανουαρίου 2006 και μετά,
στ) των άρθρων 10 (παράγραφος 1) και 11 για εισοδήματα του οικονομικού έτους 2006 και μετά,
ζ) του άρθρου 13 (παράγραφος 1) για τα φύλλα ελέγχου που εκδίδονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά και (παράγραφος 4) δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά,
η) των άρθρων 17, 18 και 19 από την 1η Ιανουαρίου 2007,
θ) των άρθρων 27 (παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 6, 7 και 8), 30 (παράγραφοι 9 και 10), 33 και της παραγράφου 19 του άρθρου 34 από 1ης Ιανουαρίου 2007,
ι) του άρθρου 27 (παράγραφος 9), του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 6 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου, του άρθρου 28 (παράγραφοι 3, 4, 5, 9, 11 και 12), του άρθρου 30 (παράγραφος 1), του άρθρου 31 (παράγραφος 4) και της περίπτωσης θ' της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 5 του άρθρου 31 του παρόντος, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά,
ια) των διατάξεων της περίπτωσης γ' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ., όπως τίθενται με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν επιτηδευματίες που κάνουν έναρξη εργασιών με αυτό αποκλειστικά το αντικείμενο εργασιών από 1.1.2007 και μετά, καθώς και επιτηδευματίες που εκδίδουν άδεια ανέγερσης οικοδομής από την ημερομηνία αυτή κει μετά,
ιβ) των διατάξεων της παραγράφου 22 του άρθρου 28 από 1.3.2007,
ιγ) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

(Στη μορφή .pdf υπάρχουν τα έντυπα παροχής & επανεξέτασης διευκόλυνσης)