ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Θεσσαλονίκη 14-4-2011
ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Αριθ.Πρωτ.301
Προς:
Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου
Εφετείου Θεσσαλονίκης
Θέμα: Αποστολή αναφορών στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης από τα υπόχρεα πρόσωπα του αρ.6 παρ.2 περ.ε’ του ν.3691/2008.
Σας αποστέλλουμε την με αριθμ.ΠΟΛ.1067/5-4-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών σχετική με το άνω θέμα, για να λάβετε γνώση.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Η Πρόεδρος Η Γεν.Γραμματέας
Ιωάννα Χρουσαλά-Μπιλίση Αικατερίνη Καρακάση-Μπάτζιου
ΑΔΑ:4ΑΓ9Η-5Μ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αθήνα, 5 Απριλίου 2011
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ
& ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΠΟΛ.1067
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10 ΠΡΟΣ: Ως Π.Δ.
Ταχ. Κώδικας: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ. Στάντζου – Μ.Χ.Λόη
Χ. Νούνης
Τηλέφωνο: 210 3375 463 - 460 - 046
FAX: 210 3375416
ΘΕΜΑ: Αποστολή αναφορών στην Αρχή Καταπολέμησης της
Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες
και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των
Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης από τα υπόχρεα
πρόσωπα του άρθρου 6, παρ. 2, περ. ε΄ του ν. 3691/2008.
Σε συνέχεια της εγκυκλίου ΠΟΛ.1127/31-8-2010, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του ν. 3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 166 Α΄) και παρασχέθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή τους και με αφορμή ερωτήματα που τέθηκαν στην Υπηρεσία μας, αναφορικά με το παραπάνω θέμα, παραθέτουμε τις ακόλουθες πρόσθετες διευκρινήσεις:
Η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, να ενημερώνουν αμελλητί, με δική τους πρωτοβουλία, την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Επιτροπή άρθρου 7 του ν. 3691/2008), όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται ή επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ορίζεται με τις διατάξεις της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του ν. 3691/2008.
Σημειώνεται ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (ΦΕΚ Α΄ 49) συστάθηκε η «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» (εφεξής Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) και όπου στο ν. 3691/2008 γίνεται αναφορά στην «Επιτροπή» ή στην «Επιτροπή του άρθρου 7», νοείται η Α΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 2 του ν. 3932/2011.
Επιπλέον, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις ε΄, στ΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ως άνω ν. 3691/2008, μεταξύ των οποίων οι λογιστές που δεν συνδέονται με σχέση εξηρτημένης εργασίας και οι ιδιώτες ελεγκτές, οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών, καθώς και οι συμβολαιογράφοι και δικηγόροι κατά την έννοια της ως άνω περίπτωσης ιγ΄, δεν υπόκεινται στις παραπάνω υποχρεώσεις όσον αφορά στις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά τη διαπίστωση της νομικής θέσης του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δίκη.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περ. γ΄ του άρθρου 29 του ίδιου ως άνω ν. 3691/2008 ορίζεται η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να υποβάλλουν στην Επιτροπή του άρθρου 7 του νόμου αυτού (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και με λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. που υπάγονται στα βασικά αδικήματα του άρθρου 3 του ίδιου νόμου (δηλαδή όλα τα αδικήματα που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο, πλην των περιπτώσεων α’, β’ και ιγ’, κατά το μέρος που από τη διάπραξή τους προκύπτει οικονομικό όφελος).
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν.3691/2008, όπως ισχύει, όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αντιλαμβάνονται ύποπτες συναλλαγές, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ.λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008 (π.χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ.λπ.), και όχι για αυτήν καθ’ αυτήν την εγκληματική πράξη. Συνεπώς, αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων θα πρέπει να αποτελεί η χρήση του προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα προϊόντος με σκοπό την νομιμοποίησή του και όχι η τέλεση συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π.χ. απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), για την τέλεση της οποίας αρκεί απλή και γενική υπόνοια.
Παραδείγματα:
α) Οι λογιστές – ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιώτες ελεγκτές και οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, περιπτώσεις ενδεχόμενης φοροδιαφυγής ή δωροδοκίας ή λαθρεμπορίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά μόνο περιπτώσεις ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα χρήματος) που προέρχονται από τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα.
Έτσι, για παράδειγμα, όταν λογιστές παρατηρήσουν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ. δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους), δεν αποστέλλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει. Αντιθέτως, όταν διαπιστώσουν περίπτωση φοροδιαφυγής (π.χ. μη απόδοση Φ.Π.Α.) εκ μέρους πελάτη τους και ταυτόχρονα αγορά από τον ίδιο κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην ανωτέρω Αρχή.
β) Οι κτηματομεσίτες, όταν μεσολαβούν στη μεταβίβαση ακινήτων και, από τις γενικές πληροφορίες που συλλέγουν για τους πελάτες τους με βάση τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται από το ν. 3691/2008, αποκομίζουν την εντύπωση ότι η γενική οικονομική κατάσταση κάποιου πελάτη δεν δικαιολογεί το ύψος της συναλλαγής, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν.3691/2008, όπως ισχύει.
γ) Εάν έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, π.χ. έμποροι πολυτελών αυτοκινήτων, κατά το άρθρο 5, παρ. 1 περ. ι΄ του ν. 3691/2008 (σχετική η Κ.Υ.Α. 1077797/20542/ΔΕ-Ε/8-6- 2010), διαπιστώσουν επιμονή του πελάτη για αγορά αυτοκινήτου τοις μετρητοίς, παρά μάλιστα τη σχετική απαγόρευση με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 20 του ν.3842/2010 (σχετική η Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1027/2011), τότε οφείλουν να αναφέρουν το γεγονός στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, διότι στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να υποκρύπτεται απόπειρα ξεπλύματος χρήματος.
Τα ίδια ως άνω ισχύουν αναλογικά και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας Γενικής Δ/νσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, ήτοι οίκους δημοπρασίας, εκπλειστηριαστές και ενεχυροδανειστές.
Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 26 του ως άνω νόμου, τα υποκαταστήματα και γραφεία αντιπροσωπείας ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών που λειτουργούν σε άλλη χώρα διαβιβάζουν τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στην αντίστοιχη με την Επιτροπή του άρθρου 7 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) αλλοδαπή υπηρεσία ή μονάδα ή αρχή και στη μητρική τους εταιρεία, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 32. Ειδικά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 26, η αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την Επιτροπή του άρθρου 7 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, συνεπώς και από τις εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, υποβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44 του ν. 3691/2008.
Υπενθυμίζουμε ότι στην ιστοσελίδα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) (www.hellenic-fiu.gr) έχουν αναρτηθεί, μεταξύ άλλων, και υποδείγματα αναφοράς ύποπτων συναλλαγών ανά κατηγορία υπόχρεων προσώπων, για τη διευκόλυνση των αναφερόντων.
Τέλος, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε επίσης ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3691/2008, τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα, οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη τους και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα απαγορεύεται να γνωστοποιούν στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 32 του ν. 3691/2008, ότι διαβιβάστηκαν αρμοδίως ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται ή πρόκειται να διεξαχθεί έρευνα για αδικήματα ξεπλύματος χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που παραβιάζουν από πρόθεση το καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
Η Προϊσταμένη της Γραμματείας ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εγχειρίδιο Ενιαίων Κανόνων Νομικού Ελέγχου Κτηματολογίου